«Ο ποιητής – Δημιουργός,
δεν είχε ποτέ καμιά σχέση με την «τυφλή μακαριότητα» εκείνων που πίστεψαν χωρίς
να τυραννιστούν αναζητώντας την αλήθεια τους. Αναζητώντας την όποια μορφή του
απόλυτου, την περιμένει και την τοποθετεί και στον έρωτα. Αλλά κανένα από τα
αισθήματά του δεν είναι αιώνιο. Όλα, και τα πιο έντονα και συνταραχτικά έχουν
ένα αποκορύφωμα και μια κάμψη. Κι αν δεν τσιγκουνεύεται καθόλου την ομορφιά
που’χει μέσα του – για να στολίσει ό,τι αγαπά – δεν λογαριάζει περισσότερο και
την οδύνη της καταστροφής. Η ερωτική ζωή του ποιητή είναι η πιο αδιάψευστη
αντιγραφή αυτής της μεγάλης ποιήτριας – της Φύσης. Μέσα του τα πράγματα
καταλύονται με την ίδια και αμετάκλητη μαθηματική ακρίβεια, που καταστρέφει και
η Φύση την ομορφιά και τον πλούτο της στον κύκλο των τεσσάρων της εποχών. Αυτή
η ίδια, που οργανώνει θαρρείς, με τόσο κέφι, τόση απλοχεριά και αρμονία τον
θρίαμβο της άνοιξης, αυτή η ίδια που λαχταρά και φρικιά μεσ’ στην ολόχρυση, την
εκτυφλωτική και χυμώδη ωριμότητα του καλοκαιριού, αυτή και τα μαδά όλα,
απλώνοντας τη νεκρή επιφάνεια την ανένδοτη κι αφιλόξενη του χειμώνα, πάνω στη
γη. Κι είναι αδύνατον να πιστέψεις σε τέτοιες θανάσιμα νεκρές και παγερές
μέρες, πως η γη πλαγιασμένη αγκαλιά με τον θάνατό της φουσκώνει σιωπηλά την
ίδια ώρα, θρέφοντας από την ομορφιά που ’θαψε, το καινούριο κάρπισμα στα θερμά
σπλάχνα της. Θα ξανακάμει, πάλι, καρπούς κι ανθούς, στάχυα και χρώματα, όλα
γνώριμα κι αγαπημένα, γνώριμα, μα ολοκαίνουρια. Ο Ποιητής είναι το ίδιο
σπάταλος, άπληστος και καταλυτικός στον έρωτα. Όποια ομορφιά κλείνει μέσα του,
όποιο ιδανικό χαραχτηριστικό ή γνώρισμα, το αποδίνει στο πρόσωπο που
ερέθισε την αισθαντικότητά του. Κανείς δεν ζει με μεγαλύτερη πίστη και μέθη τον
έρωτα του όσο αυτός. Και ξάφνου, χωρίς ούτε ο ίδιος να ξέρει γιατί και πώς,
αρχίζει η κατάλυση. Ο μαγικός ιστός, που’χε πλέξει κι είχε στολίσει το ίνδαλμα,
αρχίζει να ξυλώνεται αφήνοντας γυμνό κι απροστάτευτο το αγαπημένο πλάσμα. Ο
ποιητής μαζεύει με πάθος τον εαυτό του και τον αποτραβά μέσα του. Ποιος πόνος
μπορεί να συγκριθεί με τούτη του την απόγνωση, δεν θα μπορούσαμε να το πούμε.
Μα ούτε και να φανταστούμε πώς από τη νέκρα και την έσχατη απογοήτεψη θα
ξεπηδήσει μια λαχτάρα νιογέννητου για μια καινούρια πίστη κι έναν καινούριο
έρωτα. Είναι όμως σίγουρο, πως όση χαρά κι αν του ’δοσε το γέννημα της
ψευδαίσθησής του κι όση οδύνη η απώλειά της, ούτε μεγάλωσε, ούτε ελάττωσε την
ευαισθησία του. Απλώς, την μαστίγωσε».
~Λίλη Ζωγράφου