Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Δυο όψεις αλλιώτικες(απόπειρα ορισμού της αγάπης-αν ορίζεται-)

Εκ των προτέρων, μια παράκληση: συγχωρέστε με για το ασυνάρτητο μου γράψιμο. Στο θέμα της αγάπης σηκώνω ψηλά τα χέρια, γιατί είναι ατελεύτητο το μεγαλείο της. Εντούτοις, δεν παύω να την επεξεργάζομαι και να προσπαθώ να την ορίζω -κάθε φορά ίσως αλλιώτικα από την προηγούμενη, γιατί είμαστε όλοι τόσο μοναδικοί και ανεπανάληπτοι, οπότε είναι ανθρωπίνως αδύνατον να βιώνουμε τα ίδια συναισθήματα ξανά και ξανά-. Οι προτάσεις μου ίσως σας φανούν μπερδεμένες και αντιφατικές- δεν μπορούσα όμως να μη μοιραστώ αυτό το κείμενο με έσας -γι'αυτό συγχωρέστε με-.

Είναι φορές που δύο άνθρωποι ξεκινούν από κάπου ξεχωριστά και καταλήγουν να συναντιούνται- είτε τυχαία, είτε μοιραία, είτε αναγκαστικά-. Πάντως, στη γεμάτη με σκαμπανεβάσματα ευθεία της ζωής τους, φθάνει μια στιγμή που από παράλληλες οι ευθείες τους γίνονται μία ευθεία κι έτσι, εφάπτεται η μια πάνω στην άλλη.
Το πώς και το γιατί, συχνά, μένουν αιωνίως αναπάντητα. Το μόνο που δύναται κανείς να γνωρίζει είναι το γεγονός της συνάντησης αυτούσιο. Και φυσικά, τα όσα έπονται της συναντήσεως.
Συναντιούνται λοιπόν, κι είναι δύσκολη η αρχή -όπως κάθε αρχή εξάλλου-. Τα πέπλα του μυστηρίου και της περιέργειας αρχίζουν να τους περιζώνουν και μ'ένα τρόπο μαγικό τους φέρνουν πιο κόντα. Κάθε μερά, όλο και πιο κοντά. Το κάνουν όμως με τόση τέχνη, ώστε οι δυο τους να μην το αντιλαμβάνονται, κι αν ακόμη το καταλάβουν ποτέ  να είναι τόσο σθεναρές οι δυνάμεις που τους ενώνουν ώστε πλέον να μην μπορούν ν' απελευθερωθούν από τα δεσμά τους.
Αρχίζει λοιπόν, σ'αυτό το σημείο να λειτουργεί και η λογική (γιατί το συναίσθημα είχε δράσει προ πολλού) και προσπαθεί να εξηγήσει -μάταια- το πώς και το γιατί. Προσπαθεί να βρει λύσεις και διεξόδους, αλλά κάθε φορά που πάει να ξεφύγει απ' το συναίσθημα, αυτό επιστρέφει δριμύτερο και πιο αποφασισμένο από ποτέ.
Σε τούτο 'δω το σημείο είναι που οι άνθρωποι γίνονται υποχείριο της καρδιάς τους και χάνουν την ανθρωπιά τους -όχι από την άποψη ότι έπαψαν να είναι ευαίσθητοι, ή ηθικοί, ούτε γιατί έπαψαν να σκέφτονται το συν-άνθρωπό τους, αλλά γιατί χάθηκε η λογική μες στο συναίσθημα. Κι άνθρωπος δίχως λογική, δε λογίζεται άνθρωπος.
Τέτοιες στιγμές, σαν αυτές, οι άνθρωποι γίνονται αχόρταγοι, γιατί δίχως την ευθεία που τους συμπληρώνει νιώθουν μισοί, ανολοκλήρωτοι. Αχόρταγοι, όχι γιατί δεν εκτιμούν την ύπαρξη της ευθείας στη ζωή τους, αλλά αχόρταγοι εξαιτιας του πόθου τους. Αχόρταγοι γιατί το "είναι" της ευθείας τους θέλει να συνεχίσει να εφάπτεται στην άλλη ευθεία και διότι όσο περνούν οι μέρες όλο και πιο πολύ αδυνατούν να σκεφτούν μια μέρα μακριά της. Αυτό, το λένε έρωτα μερικοί και κάποιοι τολμούν και το λεν αγάπη.
Μα μου'πε κάποιος κάποτε, πως αγαπά μόνο όποιος αγαπά αληθινά. Και η αλήθεια είναι ότι με προβλημάτισε τι είναι αλήθεια και τι παραμύθια. Συνειδητοποίησα τελικά, ότι μόνο η αλήθεια δίνει εγκυρότητα σ' ό,τι ζούμε. Αλλιώς, δε το ζούμε, αλλιώς, είναι ψεύτικο.
Το δεδομένο μας λοιπόν είναι ότι είμαστε ανθρώπινα όντα κι ότι εχτός από τα ζωώδη μας ένστικτα, κατέχουμε και λογική. Αναγκαστικά, λοιπόν, συναίσθημα και λογική πρέπει να βρουν μια μέση λύση.
Αληθινά αγαπά αυτός που δέχεται την αλήθεια του άλλου και του κόσμου που τους περιστοιχίζει. Τον αγαπά όχι γιατί θα μπορούσε να του χαρίσει κάποια νύχτα τον ουρανό με τ'άστρα, όχι γιατί θα γινόταν "τέρας" δίχως λογική, εάν μπορούσε. Μα για έκεινο το φως της αλήθειας που διατηρεί άσβεστο μέσα του, τον αγαπά.
Αγάπη είναι να πατάς τα πόδια σου γερά στο έδαφος, κι όχι να βλέπεις τους άλλους από τα σύννεφα, γιατί σαν τους βλέπεις από ψηλά, δεν τους βλέπεις ως ίσους. Η στάση σου έτσι, γίνεται αλαζονική και ξεφεύγει από τον κόσμο στον οποίο βρίσκεσαι. Άρα, φεύγεις από την αλήθεια και κυνηγάς μια ψεύτικη διάσταση. Το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι η κατάκτηση της ευθείας σου. Μα έτσι, χάνονται οι ευθείες και χάνεται κι ο κόσμος όλος -η βιούμενη σου πραγματικότητα-.
Αγάπη, λοιπόν, αληθινή είναι να ονειρεύεσαι, αλλά να ονειρεύεσαι με τα μάτια ανοιχτά -αν γίνεται αυτό-. Αγάπη είναι όταν οι δυο γραμμές πορεύονται μαζί στο δρόμο της αλήθειας και όχι όταν περπατούν σε δρόμους ονειρικούς, δήθεν στρωμένους από ροδοπέταλα. Αγάπη είναι όσα λεν τα μάτια και τ'αφήνουν αφανέρωτα οι λέξεις. Αγάπη είναι βάρος και βαρύτητα! Βάρος γιατί την κουβαλάς συνέχεια μέσα σου, σαν ένα φορτίο μα και σα φυλαχτό και βαρύτητα γιατί σε κρατά στη Γη, όσο ποτέ άλλοτε. Ν'αγαπάς με τα μάτια ανοιχτά σημαίνει ν'αγαπάς αληθινά. Ν'αγαπάς κι ας είναι δύσβατο το μονοπάτι της αλήθειας. Γιατί η αληθινή αγάπη δεν είναι τίποτε άλλο παρά αλήθεια. Κι ας σε πικραίνει η αγάπη σου κι ας σε πονά, αν αγαπάς αληθινά το θάρρος σου ομορφαίνει ετούτη όλη την ασκήμια. Κι ας μην εφάπτονται οι ευθείες, φτάνει να συναντιούνται κάποτε -τυχαία, μοιραία, αναγκαστικά- , για να μοιράζεται η αλήθεια και να πολλαπλασιάζεται η χαρά κι ο πόνος... να διαιρείται. "Μονάχα αυτός που αγαπά αληθινά συν-αισθάνεται..." Και η συν-αίσθηση δεν είναι άλλο παρά λογική και αίσθημα μαζί -αν μπορούν να συνυπάρξουν- ώστε να μη διαστρεβλώνεται η αλήθεια, ώστε να μη ζήσει κανείς στο ψέμα. Και τώρα φυσικά θα ρωτήσετε αν είναι εύκολο αυτό. Και θα σας αποκριθώ: "όχι, εύκολο δεν είναι, είναι όμως εφικτό για τις καρδιές που αντέχουν".

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Όταν το σύμπαν κάνει την πάπια...

Είχα ένα παιδί μέσα
και χάθηκε.
Κρατούσα ένα λουλούδι
και μαράθηκε.
Ευχήθηκα σ'ένα αστέρι
και έπεσε.
Άπλωσα το χέρι στις ζεστές ηλιαχτίδες του ήλιου
και εκείνος κρύφτηκε.
Γέμισα μ'αγάπη την καρδιά
και εκείνη ράγισε.

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

(Ο τίτλος αφαιρέθηκε...)

Η σκέψη μου μαζί σου
Ακούραστος ταξιδιώτης.
Το πρώτο εκείνο βλέμμα,
βαθιά θα μένει χαραγμένο
στη μνήμη μου.
Κάθε λόγος γλυκός,
αιώνια θα με συντροφεύει.
Είσαι εκεί, και παραπέρα
σε μέρη μακρινά μπορεί να βρίσκεσαι.
Μα, μη ξεχνάς!
Απέκτησες ένα σπίτι εδώ.
Δυο χέρια κρύα,
καρτερικά θα προσμένουν
κάθε σου επιστροφή,
θα δέχονται
θα καλωσορίζουν...
                                      24.12.10 ώραν: 9:50 π.μ.
Υποσημείωση: Σε σένα, που σ'αρέσει η ποίηση. Σε σένα, γιατί με "διάβασες" και με "μελέτησες". Σε σένα, γιατί ακούς όλα αυτά που δεν ακούγονται, γιατί βλέπεις πέρα απ'τα μάτια, βλέπεις στ' άδυτα της ψυχής τι καθρεφτίζεται, σε σένα, γιατί είναι γαλήνια η σιωπή σου, σοφή και ηθική... Σε σένα, από μένα, γιατί είσαι φως και έμπνευση και ευλογία, κατάρα όμως, δε θα αφήσω να γίνεις. Σε σένα, μόνο, σε σένα...

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Το σπίτι με τον αριθμό 18.


Περιφερόταν για ώρα πολλή μέσα στην πόλη. Είχαν περάσει αρκετά λεπτά από τότε που απομακρύνθηκε από το κέντρο. Τώρα πια, την είχαν απορροφήσει τα στενά σοκάκια. Ήταν μια ύπαρξη. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Ένα σώμα ήταν, που περιπλανιόταν εδώ και ώρα έξω στους κρύους δρόμους μια χειμωνιάτικη νύχτα της Κυριακής. Η αλήθεια είναι ότι ένιωθε φόβο. Τη φόβιζε που περπατούσε μόνη. Ο μόνος ήχος που ηχούσε στ'αυτιά της ήταν εκείνος της ανάσας της. Πιο πολύ, όμως, τη φόβιζε που περπατούσε χωρίς λόγο και αιτία, τη φόβιζε που περπατούσε ασταμάτητα, τη φόβιζε που δεν ήξερε πού πήγαινε και που όσο προχωρούσε όλο και περισσότερο χανόταν μες τα στενά. Η ανάσα της γινόταν πιο γρήγορη και η καρδιά της, που είχε μουδιάσει για λίγο, ξαφνικά, άρχισε να χτυπά δυνατά και να της θυμίζει ότι ήταν ζωντανή ακόμη, ότι έπρεπε να βρει λόγους και αιτίες και προορισμό.
Τώρα, περνούσε έξω από μια γειτονιά, μάλλον εγκαταλελειμμένη θα'λεγε κανείς. Μονάχα μια μικρή λέσχη βρισκόταν εκεί με δυο-τρεις τύπους που τα έπιναν. Προχώρησε λοιπόν λίγο πιο κάτω και έμεινε να χαζεύει ένα ανώγειο σπιτάκι. Ήτανε βαμμένο πράσινο και είχε πανέμορφα παντζούρια και μερικές γλάστρες-άδειες-που πρόδιδαν και τη δική του μοναξιά. Παρ'όλα αυτά, εξακολουθούσε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα σπιτάκια που υπήρχαν στο σοκάκι. Ήτανε τόσο γραφικό και μικροσκοπικό, λες και σε προσκαλούσε, εξέπεμπε μια ενέργεια ανεξήγητη κι αταίριαστη, που ο καθένας που θα το παρατηρούσε θα υποψιαζόταν πως ήταν δημιούργημα της φαντασίας του και όχι κατάλοιπο κάποιας περασμένης εποχής.
Θα'χανε περάσει τουλάχιστον είκοσι λεπτά από την ώρα που σταμάτησε, οπότε και βγήκε ένας καραφλός κύριος έξω από τη λέσχη και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Όταν τον αντιλήφθηκε, ένιωσε τα πόδια της ξανά πάνω στη γη τα οποία μεμιάς ενεργοποιήθηκαν και συνέχισαν το μοναχικό τους δρόμο...
Έκανε πολύ κρύο-γι'αυτό εξάλλου ήταν τόσο άδειοι οι δρόμοι-μα δεν την ένοιαζε...
Κρατούσε στο μυαλό της την όμορφη εικόνα του ανωγείου κι έτσι ξεχνιόταν. Αποφάσισε να ρίξει μια ματιά στο ρολόϊ της. Δώδεκα και κάτι... Είχε περάσει η ώρα κι έπρεπε να τρέξει, να φύγει μακριά, να γλιτώσει από το χρόνο. Τρύπωσε βιαστικά σ'ένα άλλο σοκάκι. Προσπαθούσε απεγνωσμένα ν'αλλάξει κατεύθυνση. Ευχόταν να μπορούσε να βρει ένα άλλο πράσινο σπιτάκι και να'μπαινε μέσα και να το εξερευνούσε και να'νιωθε τη ζεστασιά του. Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα της, όμως, τα σπίτια ήταν αφιλόξενα, εγκαταλελειμμένα κι οι αυλές τους βρώμικες κι απεριποίητες. Και τότε το είδε. Είδε το μεγαλύτερο της εφιάλτη να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια της. Το σπίτι με τον αριθμό 18. Ήταν εκεί, απέναντι της και μεγάλωνε και ζύγωνε όλο και πιο κοντά της. Την προσκαλούσε κι αυτό, μόνο που δεν ήθελε να μπει μέσα. Δεν ήθελε, γιατί ήταν ένα σπίτι τεράστιο και παγερό, απρόσωπο και δίχως φινέτσα. Ήταν γεμάτο από στοιχειά, από τα οποία μόνο οι δυνατοί και οι πονηροί μπορούσαν να γλιτώσουν γιατί ήξεραν πώς να συνδιαλλαχτούν μαζί τους. Στο σπίτι εκείνο, δε χρησίμευε καμία καλοσύνη, δε χωρούσε κανένα λάθος, γιατί τα στοιχειά ήταν πολλά κι επιβάλλονταν κι επικρατούσαν. Οι πανύψηλες του πόρτες και τα ευρύχωρα του δωμάτια σε ξεγελούσαν, σε γέμιζαν με όνειρα κι ελπίδες και πάνω που πήγαινες να ξαπλώσεις στα κρεβάτια που ήταν στρωμένα με τ'ακριβότερα σεντόνια, έρχονταν, έμπαιναν από παντού, στοιχειά πεινασμένα, στοιχειά που περίμεναν τέτοια "κελεπούρια" για να τους ρουφήξουν τη χαρά, την αισιοδοξία ακόμη και το αίμα! Ήταν ένα σπίτι που τόσο παραπλανητικά της έδινε την αίσθηση της ελευθερίας, ενώ ήξερε ότι έπρεπε να "πληρώσει" ένα τεράστιο αντίτιμο για να την αποκτήσει. Ήξερε ότι η ελευθερία δε χωρούσε σε κανένα σπίτι-μικρό ή μεγάλο- , ήξερε ότι αναζητούσε και ζητούσε πολλά περισσότερα απ'εκείνο το σπίτι, ήξερε ότι δεν ήθελε να υπηρετεί  τα στοιχειά για την υπόλοιπη της ζωή, ήξερε ότι αν έμπαινε μέσα δε θα έβγαινε ζωντανή, ήξερε ότι ήθελε να τρέξει και να χαθεί ξανά μέσα στην πόλη, κι ας μην είχε προορισμό, κι ας ήταν πυκνό τώρα το σκοτάδι-θα φώτιζε το δρόμο της το φεγγάρι-. Ήξερε, ήξερε, τίποτα δεν ήξερε...

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

«Δύο χέρια κρύα...»


Καθότανε για ώρες πολλές απέναντι από το τζάκι... Τα μάγουλα της είχανε γίνει πια ροδοκόκκινα κι όλως περιέργως τα χέρια της παρέμεναν κρύα παρ'όλο που πηγαινοερχόταν συχνά μέσα στο δωμάτιο βάζοντας τα πάνω απ'την φωτιά. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και έμενε εκεί. Ασάλευτη, ακίνητη, αμίλητη.
Πάντα με το μικρό της ημερόλογιο στο χέρι και το στυλό κάπου χαμένο ανάμεσα στις γεμάτες σελίδες-σελίδες που σαν άγγιζες επάνω τους μπορούσες εύκολα να καταλάβεις με πόσο πάθος έγραφε, πόσο πολύ εννοούσε τις λέξεις εκείνες, πόσο τις πίστευε-. Άλλοτε έβλεπες γράμματα βιαστικά και ανήσυχα, άλλοτε ολόκληρες προτάσεις με κεφαλαία που ξεφώνιζαν κάτι, και συνέχεια σκόρπιες ημερομηνίες και σ'ορισμένα σημεία την ώρα.
Τώρα, έτσι βουβή που ήταν, η ώρα δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο η φωτιά, το ημερολόγιο και τα κρύα της χέρια.
Κι ένα δίλημμα στη μέση: Να το 'ριχνε μια για πάντα μέσα; Να απαλλασόταν επιτέλους; Να 'ταν άραγε 'κεινη νύχτα μια λύτρωση; Λύτρωση θα 'τανε όμως; Θαρρώ, πως και να το 'ριχνε μέσα, τίποτα δε θα σβηνότανε... Τίποτα δε θα χανότανε... Όσα κομμάτια χαρτί κι αν έκαιγε, ακόμη κι αν ξεφορτωνόταν όλα της τα στυλό θα συνέχιζε να γράφει. Θα 'γραφε με το δάκρυ της, θα δίνε ακόμη και το αίμα της για να γράφει ακατάπαυστα! Με τίποτα δε θα σταματούσε να γράφει και να περιγράφει. Για τον κόσμο που θαύμαζε, τον κόσμο που αγαπούσε, ένα κόσμο που την εξέπληττε-πότε ευχάριστα, πότε δυσάρεστα- τον κόσμο εκείνο το μικρό όπου, όλα ήταν γνώριμα κι άλλοτε τόσο παραδόξως άπιαστα και δυσνόητα και διφορούμενα. Και πώς να ρίχνε τα χαρτιά μες τη φωτιά που έκαιγε;
Μια φωτιά που τόσο έντονα της θύμιζε το βλέμμα του. Ολοζώντανο, φλογερό, επιβλητικό! Έκανε μια κίνηση εμπρός και μεμιάς τον έβλεπε να απεικονίζεται στο κιτρινοκόκκινο χρώμα της φωτιάς. Τον έβλεπε να της μιλά και να της δίνει κουράγιο κι άλλοτε να κουνά το κεφάλι του καταφατικά λες και συμφωνούσε μαζί της, λες και την ένιωθε, λες κι είχε περάσει κι αυτός τα ίδια. Λες και νοιαζόταν, λες και διαισθανόταν τη θέρμη της, την επιθυμία της να ζήσει και να μάθει, δίπλα του, κοντά του, μαζί του.. Ήτανε λοιπόν "ο λόγος της ενάντια στο δικό του" 'κεινη τη στιγμή. Σα να της έλεγε "μη" και 'κεινο το "μη" αν και ήτανε μια λέξη τόσο δα μικρούλα της αρκούσε.
Ασυναίσθητα άνοιξε την παλάμη του ενός χεριού της και την μελέτησε προσεχτικά. Έπειτα, άνοιξε το ημερολόγιο κι ανάτρεξε σε μια γνώριμη σελίδα. Διάβασε ένα στιχάκι χαμηλόφωνα: "Δυο χέρια κρύα καρτερικά θα προσμένουν". Ως πόσο; Ως πόσο θα έμενε άδεια η παλάμη της; Θα γέμιζε άραγε ποτέ από τη ζεστασιά της δικής του; Θα 'ρχοταν άραγε ποτέ 'κεινη η πολυπόθητη ώρα που θα τον έβλεπε ν'αναγεννιέται από τις στάχτες, παίρνοντας σάρκα και οστά; Το ήθελε, το ήθελε πολύ, ήτανε επιτακτική η ανάγκη-δεν πήγαινε άλλο η κατάσταση με τα κρύα χέρια, κάτι έπρεπε να γίνει και γι'αυτό...

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Άσχημο πράγμα...

Αυτός.
Ω ναι! Εκείνος.
Σε σακατεύει.
Σε κάνει έρμαιο του.
Υποχείριο του μοιάζεις να είσαι!
Να τον απαρνηθείς, δε δύνασαι.
Από άγνωστη κατεύθυνση καταφθάνει.
Οι προθέσεις του, δυστυχώς,
απρόβλεπτες.
Καλώς ή κακώς, έρχεται πάντως.
Έρχεται και πώς να φύγει;
Πώς να τον βγάλεις απ'της καρδιάς τα βάθη;
"Ψυχή είναι-δε βγαίνει!"
Ανήμερα τα συναισθήματα ξαφνικά.
Αδάμαστα.
Κι ύστερα ο ζαβολιάρης σου προσφέρει.
Το χαμόγελο,
την κατάφαση στο βλοσυρό βλέμμα.
Πώς ν'αντισταθείς;
Τις σκέψεις ποιος ορίζει, ποιος ελέγχει την καρδιά;
Αυτός θαρρώ, μόνον αυτός.
Άσχημο πράγμα, πολύ άσχημο
κι ας ομορφαίνουν τα πάντα γύρω σου.
Βάρος σου γίνεται αν δεν μπορείς να  το πεις,
να το γράψεις,
έξω να βγεις να το διαλαλήσεις!
18.1.2011

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Οι προβληματισμοί του Καργάκου, η βραδύτητα του Κούντερα, ο Ρίτσος, ο Ελύτης και οι απόψεις μου για τον άνθρωπο του σήμερα.

Άνθρωποι ή χορευτές;

Γράφει ο Σαράντος Καργάκος: «Η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η αγάπη, όλ’αυτά εξακολουθούν ενοχλητικά να μας θυμίζουν την ανθρωπιά μας. Τα θεωρούμε άδειες λέξεις, ρομαντισμούς του χθες και τα πνίγουμε στην αδιαφορία μας. Έτσι πνιγόμαστε στο λήθαργο μας, χωρίς πια ενοχλητικούς εφιάλτες».
Και πώς να μην αδειάζουν οι λέξεις αυτές όταν χρησιμοποιήθηκαν υπέρ τoυ δέοντος;
Όταν –σωστότερο θα ήταν να πει κάνεις- καταχράστηκαν σε τέτοιο σημείο που κάθε αξία και κάθε τους νόημα έχει ολότελα σβηστεί;
Από ποιους σβήστηκε όμως;
Από τους άνθρωπους- τρομάρα μας!- Θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι και θίγεται η υπόληψη μας όταν επιχειρήσει κανείς να μας αμφισβητήσει.
«Κ’οι λέξεις φλέβες είναι, μέσα τους αίμα τρέχει», είπε ο Ρίτσος. Τι είναι λοιπόν ο άνθρωπος;
 «Άτομο με ηθικές αρχές και με ευγενικά συναισθήματα», λένε τα λεξικά. Ετυμολογικά επικρατεί η άποψη ότι η λέξη άνθρωπος προέρχεται από την ανάλυση ἄνδρ+ωψ-ωπος, αυτός που έχει όψη ή πρόσωπο άνδρα δηλαδή. Η λέξη άνδρας εκφράζει την ανδρεία, δηλαδή, το θάρρος, την παλικαριά, τη γενναιότητα. Τι διαθέτουμε απ’όλα αυτά λοιπόν; Επιμένουμε(!) να λεγόμαστε άνθρωποι, με το πραγματικό νόημα της λέξεως μάλιστα, όταν στο όνομα της ανθρωπότητας σφαγιαζόμαστε μεταξύ μας.
Όταν στο όνομα της «δικαιοσύνης», της «ισότητας», της «ελευθερίας» και τέλοσπαντων του «κοινού καλού» διαπράττουμε τα αίσχιστα.
Το κακό, λοιπόν, δεν είναι που άδειασαν οι λέξεις. Είναι ο τρόπος που τις αδειάσαμε- και που συνεχίζουμε να τις αδειάζουμε καθημερινά-. Είναι εκείνη η τεταμένη και αδιάσπαστη σιωπή μας. Είναι το βόλεμά μας. Το «στρογγυλοκάθισμα» μας πάνω στην καρέκλα της ανάπαυσης και του εφησυχασμού. Είναι το ξεγέλεσμα των ίδιων μας των εαυτών-για όσους καταδέχονται δηλαδή να ξεγελούν τον εαυτό τους- .
Με αυτό τον τρόπο επέρχεται η λήθη. Έτσι είναι που πέφτουμε στην αιώνια κοίμηση. Έτσι, γιατί τρέχουμε, γιατί βιαζόμαστε. Βιαζόμαστε να προλάβουμε. Στο τέλος όμως, δεν απολαμβάνουμε τίποτα με την υπερβολική ταχύτητα και το τρέξιμο, διότι δεν έχουμε ούτε τον απαιτούμενο χρόνο για να καταλάβουμε τι κάνουμε και ποιοι είμαστε, αλλά ούτε και την απαραίτητη μνήμη. Οι εφιάλτες μας χάθηκαν, διότι δεν ασχολούμαστε  πλέον με λέξεις και νοήματα και πώς να αισθανθούμε τα μαύρα ρίγη της γλώσσας μας, στα οποία αναφέρεται ο Ελύτης; Αντικαταστήσαμε τις αξίες με νέες «αξίες» που τις διαμορφώσαμε έτσι ώστε να είναι πιο «πρακτικές», πιο «εργονομικές» όπως εκείνη την καρέκλα στην οποία καθόμαστε. Έτσι! Διότι η βραδύτητα είναι για τους ηλίθιους, λένε. Νομίζω, τελικά, ότι μια αναμόρφωση τα λεξικά μας τη χρειάζονται.
*Τις ευχαριστίες μου σ'αυτούς που τις οφείλω-ξέρουν αυτοί!

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Το κορίτσι της διπλανής πόρτας.

Ένα άγαλμα είμαστε στην άκρια του δρόμου, που καιρό πολύ περιμένουμε να μας αποκαλύψουν. ~Κ.Μ.

Ντροπαλή, συνεσταλμένη, προσγειωμένη, έτσι τη χαρακτήριζαν στη γειτονιά.
Φιλήσυχη και πάντα τόσο ήρεμη. Πότε δεν έγινε σημείο αναφοράς. Έβγαινε απ'το σπίτι και χανόταν διακριτικά για λίγες ώρες. Επέστρεφε κατά το βραδάκι και έκλεινε προσεχτικά την πόρτα της.
Κι εκεί.. Άρχιζε ο Γολγοθάς της. Εκεί, πίσω από εκείνη την ξεβαμμένη πόρτα, δεν μπορούσε να ξεγελάσει κανένα. Όλες οι μάσκες θαρρείς με μια αυτόματη κίνηση έπεφταν μεμιάς. Εκεί, δεν τη χωρούσε ο τόπος, δεν μπορούσε να κρυφτεί από τίποτα και κανέναν.
Πλήρως εκτεθειμένη. Αυτό ήταν. Εκτεθειμένη στον ίδιο της τον εαυτό.
Στα λάθη της, τα πάθη της, τις έγνοιες της.
Όχι, εξακολουθούσε να είναι φιλήσυχη. Εξακολουθούσε να είναι συνεσταλμένη και "καθώς πρέπει".
Είναι που δεν μπορούσε να τους ξεφύγει όμως!
Άπειρες, καταραμένες σκέψεις!
Τρύπωναν από παντού. Μόλις αισθάνονταν το σκότος στην ψυχούλα της που έτρεμε κυριολεκτικά κάθε φορά που ζούσε αυτό τον εφιάλτη- τσουπ! χώνονταν όλο και πιο βαθιά μέσα της.
Και την κυρίευαν και την κατανικούσαν λες κι ήταν νησί καίριας στρατηγικής σημασίας, σαν να ήταν οι πειρατές και εκείνη ο κρυμμένος θησαυρός, ο πολυπόθητος! Τόσο την ποθούσαν οι σκέψεις, τόσο πολύ τις μαγνήτιζε κι όσο περνούσε η ώρα δεν έλεγαν να λιγοστέψουν, δεν έλεγαν να ησυχάσουν!
Σα να μην έφτανε αυτό, την πονούσε κι η καρδιά της. Ακόμη κι εκείνη, στην οποία είχε τόσες και τόσες φορές εναποθέσει την ελπίδα, ακόμη κι αυτή την πρόδωσε... Χτυπούσε υστερικά, ανάρμοστα, αγενέστατα-κλωτσούσε λες κι ήταν έμβρυο ζωντανό μέσα στη μήτρα της μάνας.
Ήτανε δεν ήτανε, δεκαοχτώ χρονών ακόμη, τι σημασία είχε η ηλικία όμως; Ένας αριθμός είναι κι αυτός σαν όλους τους άλλους. Μια μάσκα ακόμη που κρύβει ή φανερώνει πράγματα. Τόσο νέα ήτανε, κι όμως ένιωθε πως κάποια μέρα-σύντομα-θα την έβρισκαν να κείτεται στο κρύο πάτωμα, σ'εκείνο το μικροσκοπικό σπιτάκι με τον όμορφο κήπο. Τόσο πολύ την αρρώσταιναν κάθε φορά οι κακούργες οι σκέψεις που πείσθηκε ότι επρόκειτο για κάποια χρόνια πάθηση που κάθε μέρα της αφαιρούσε κι ένα κομματάκι από την άχαρη ζωή της.
Αυτό ήταν λοιπόν το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Ντροπαλό, συνεσταλμένο, καθώς πρέπει, όπως το ήθελαν, εξάλλου, οι άλλοι.

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Μικρή Ηλιαχτίδα. (Little Miss Sunshine)

Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησε η δική μου χρονιά.
Μου δόθηκε αυτός ο τίτλος. "Μικρή Ηλιαχτίδα".
Και όσο τον σκέφτομαι όλο και πιο πολύ μου αρέσει. Και λέω να τον κρατήσω.
Γιατί αξίζει τον κόπο. Σε γαληνεύει πολύ να ξέρεις ότι υπάρχουν άτομα που σε βρίσκουν αξιαγάπητο. Κι ιδίως, σου δίνει δύναμη! Απίστευτη δύναμη θα έλεγα. Δεν υπάρχει καλύτερο "τονωτικό" για τις στιγμές που πέφτεις. Στο σκοτάδι, στο βαθύ πηγάδι, στο ατελείωτο χάος. Όταν περιπλανώμενος μέσα στην Άβυσσο ψάχνεις και ψάχνεσαι. 
Και τότε, έρχεται ένα χέρι και παίρνει το δικό σου και το κρατά σφιχτά και μια φωνή δυνατή και σταθερή σου λέει τρυφερά «είμαι εδώ και πιστεύω σε σένα, ακόμη κι αν εσύ έχεις χάσει κάθε πίστη, ακόμη κι αν εσύ έχεις εγκαταλείψει κάθε ελπίδα και κάθε όνειρο».
Και η αλήθεια είναι, ότι εκείνη τη στιγμή δεν αντιλαμβάνεσαι  πόσο καλό σου κάνει που έρχεται εκείνη η θαυματουργή φωνή, όμως, καθώς περνούν οι μέρες και σηκώνεσαι ξανά στα πόδια σου και φτάνεις στο σημείο να βρίσκεις ξανά το χαμένο σου εαυτό-γιατί γι'αυτό πρόκειται, για ένα χαμένο εγώ που ήθελε λίγο σπρώξιμο, λίγη στήριξη για να ανθίσει ξανά -όπως ανθίζουν τα λουλούδια- και να ευωδιάσει ολόκληρη την πλάση! 
Φτάνεις λοιπόν, στο σημείο να σου αποδίδουν τον τίτλο της Μικρής Ηλιαχτίδας. Και μου αρέσει πολύ αυτή η λέξη. Γιατί κρύβει μέσα της το Φως, την αισιοδοξία, ακόμη και τη ζεστασιά που σου έδωσε η ίδια εκείνη φωνούλα, αλλά και την αγάπη, την υπομονή και την ελπίδα ότι εκείνη η ηλιαχτίδα σιγά σιγά θα λάμπει όλο και περισσότερο! Έπειτα, η Ηλιαχτίδα είναι μόλις ένα μικρό μέρος του ήλιου, αλλά πάντα έχει περιθώρια να μεγαλώσει, οπότε το ταξίδι της δεν τελειώνει τόσο εύκολα. Όσο για τον τίτλο... Σου δημιουργεί το αίσθημα του χρέους και της ευθύνης, οπότε, είναι ένας επιπρόσθετος λόγος για να συνεχίσεις να είσαι "αυτόφωτο ον" και να αντανακλάς την λάμψη σου σ'αυτούς που πραγματικά την αξίζουν, σ'αυτούς που είχαν την ικανότητα να δουν το φως όταν δε βρισκόταν εκεί...