Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Παλιοί καλοί καιροί.

Είσαι εσύ ο άνθρωπός μου. Και θα είσαι μέχρι τέλους -όποιο κι αν είναι αυτό-.
Αγαπά κανείς, θαρρώ, απ'την ανάγκη του ν'αγαπιέται πίσω. Κι εγώ με ούτην την ελπίδα σε πλησίασα, με ούτην προσδοκίαν. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, είδα πως ουδεμίαν σημασίαν είχεν η ανταπόκριση. Τι θα ωφελούσε; Σάμπως θαρρείς θα μεγάλωνε την αγάπη μου για σένα; Ή μήπως νομίζεις πως μετριέται η αγάπη για να μεγαλώνει και να μικραίνει;
Σαν σε καταλάβει όμως, δύσκολα της ξεφεύγεις. Είναι σαν ν'αγωνίζεσαι να κρυφτείς από τον ήλιο, σ'ένα δωμάτιο που διάχυτος μπαίνει μέσα. Είναι και πόνος τούτη η αγάπη...
Βλέπεις, κάποτες, ο καημός. Κάποτες, το παράπονο.
Όλα ετούτα με τον καιρό σβήσανε. Όχι όμως η αγάπη.
"Και τώρα ξέρω, τότες δεν ήξερα, πως είναι όμορφη η ζωή.." Εμείς την πλάθουμε, με την αγάπη μας, τη φτιάχνουμε. Την ομορφαίνουμε.
Κι εγώ, σαν κρίνο ολάνοιχτο έχω γίνει πια. Μόνο χάρη κι ομορφιά με πλημμυρίζουν.
Μόνο χαρούμενες μελωδίες φτάνουνε πια στα βάθη της καρδιάς μου.
Τότες δεν ήξερα, τώρα ξέρω όμως, πως υπάρχει η αγάπη, μέσα μας κρύβεται, δε μας τη δίνουνε, έμεις τη δίνουμε και πάλι εκεί... εκεί μένει, δε φεύγει.
Μες την καρδιά.
Δύναμις ανίκητη.
Πηγή ατελεύτητη.
Αθάνατη.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Ένα γράμμα..

Καλύτερα ν'αγαπάς, παρά να μιλάς!

Αγαπημένε μου φίλε,
   Γνωρίζω απόλυτα την ανάγκη σου να με νιώσεις πιο κοντά-και την καταλαβαίνω γιατί, δε σου κρύβω ότι κι εγώ το χρειάζομαι, όλοι μας το χρειαζόμαστε κάποτε! Όσο κι αν δεν  το πιστεύεις, όλον αυτό τον καιρό δεν ξέχασα την επιθυμία σου. Θυμάμαι κατά λέξη ό,τι μου ζήτησες... "Να γράψω κάτι για σένα." Και ξέρω γιατί το ζήτησες. Διότι ξέρεις πως σαν αρχίσω να γράφω για άτομα και καταστάσεις, αυτά, έχουν αρχίσει να με απασχολούν, οπότε ναι, με ενδιαφέρουν. Να σου πω ένα μικρό μυστικό όμως; Υπάρχουν και πράγματα και σκέψεις και συναισθήματα που είναι πολύ πιο πάνω από αυτές τις γραμμές που αραδιάζω εδώ κάθε τόσο. Κι όσο κι αν σε κρατά πίσω ο θυμός ετούτη τη στιγμή, άκου τη φωνούλα που φωνάζει στο βάθος ότι σε νοιάζομαι.
Καμιά φορά, εμείς οι άνθρωποι, έγω-το παίρνω όλο πάνω μου, κάνουμε συχνά το λάθος αυτούς που αγαπάμε πιο πολύ να τους πληγώνουμε και πιο πολύ. Και αυτό γίνεται για τον εξής-πολύ απλό- λόγο: παραλείπουμε τα αυτονόητα. Κι είναι λάθος. Όχι έγκλημα, αλλά λάθος, απροσεξία, παράλειψη. Και τώρα είμαι σίγουρη πως την ακούς τη φωνούλα, τη νιώθεις μέσα σου! Σε καταλαβαίνω όμως και γνωρίζω πολύ καλά πως όλα θέλουνε το χρόνο τους! Γι'αυτό μην το παίρνεις αρνητικά όταν σωπαίνω... Δεν είναι επειδή δε με νοιάζει, είναι γιατί ξέρω καλά πως υπάρχουν ώρες που πρέπει απλώς να σωπαίνουμε. Ώρες που είμαστε οργισμένοι, ώρες που είμαστε συχγυσμένοι. Σε παραξενεύει που σε καταλαβαίνω, έτσι; Θα ήθελες να αρχίσω τις δικαιολογίες για να μπορείς να ξεσπάσεις και να βγάλεις το θυμό σου έξω, άλλο να μη σε βασανίζει, έτσι; Αγαπημένε μου, αυτό, δε το θέλω. Μου αρέσει "να δίνω τόπο στην οργή." Είναι καλό, πίστεψε με. Γνωρίζω, τολμώ να πω, καλύτερα από σένα ότι ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός.
Γνωρίζω ακόμη, ότι νιώθεις την αγάπη μου διαβάζοντας το γράμμα μου κι όμως διαισθάνομαι ακόμη το παράπονο σου! Κι επιμένω! Σε καταλαβαίνω. Δε χρειάζεται καν να ρωτήσω γιατί και πώς-όπως δε χρειάζεται να εξηγήσω γιατί και πώς. Ίσως να έκανα λάθος, ίσως και όχι. Αυτό που θέλω να καταλάβεις γλυκέ μου, είναι ότι η οργή είναι σαν το διάβολο... Βρίσκει την κατάλληλη στιγμή και τρυπώνει στις καρδιές μας και δε μας αφήνει να δούμε την αλήθεια. Όπως μια φωτογραφική μπορεί να εστιάζει για πολύ ώρα σ'ένα συγκεκριμένο σημείο, έτσι κι η οργή εστιάζει σ'ένα συγκεκριμένο περιστατικό-που τις περισσότερες φορές, μικρή αξία έχει. Κι η οργή έχει μια τάση να μεγεθύνει το κακό και τότε μεγαλώνει κι ο πόνος μας... Αχ, και'να ξερες πόσο καταλαβαίνω... Όμως, καλέ μου, μην ξεχνάς... Μην αφήνεις αυτό το δαίμονα να σε τρώει... Γιατί αυτό κάνει. Κι όσο πιο πολύ τον φιλοξενείς, και ανατρέχεις πίσω σε άλλα περιστατικά που όμως δε συνδέονται με το τωρινό, εκείνος όλο και πιο πολύ δυναμώνει και σου καταστρέφει κυριολεκτικά την ψυχούλα σου.
Το χρόνο σου τον έχεις... Ίσως ακόμη η πίκρα να κυριαρχεί μέσα σου. Δεν ανησυχώ όμως, γιατί κάποτε θα καταλάβεις. Κι εγώ εδώ θα'μαι. Πάντα είμαι εδώ, κι ας μην το αντιλαμβάνεσαι.
Εξαιρετικά αφιερωμένο σε σένα.

                                                                                                                   Με αγάπη,
                                                                                                                            η παιδική σου φίλη.

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Βραδινές Περιπλανήσεις


΄Εγραψε την τελευταία πρόταση στο μικρό της σημειωματάριο και αφού τράβηξε το χαρτάκι από εκεί, το κράτησε σφικτά στα χέρια της. Διάβασε μία προς μία τις τρεις τελευταίες λέξεις που είχε γράψει. Ασυναίσθητα, έβαλε το δακτυλάκι της προσεχτικά πάνω στο χαρτί και τις άγγιξε-τόσο βαθιά τις είχε χαράξει επάνω-
Κι ύστερα, κάθησε χάμω για λίγη ώρα και κοίταζε το φεγγαράκι. Στον ουρανό δεν είχε σύννεφα-ήτανε ξάστερος. Δεν άργησε να στρέψει το βλέμμα της προς τα αστέρια -τίποτα δεν την ευχαριστήσουμε περισσότερο από τις νύχτες με ξαστεριά γιατί έτσι μπορούσε ευκολότερα να διακρίνει τ'αστέρια- Της άρεσε να τα βλέπει γιατί έκανε πολλά παιχνίδια με το μυαλό της. Άλλοτε τους έδινε ονόματα, κι άλλοτε προσπαθούσε να τα μετρήσει, και άλλες φορές απορούσε πόση μοναξιά να ένιωθαν άραγε κι αυτά.
Ο κρύος αέρας που φύσηξε ξαφνικά της απέσπασε την προσοχή. Αν και το πρόσωπο της είχε παγώσει, έσκασε ένα κρυφό χαμόγελο λες και κάποιος κρυβότανε καπου εκεί γύρω και την παρακολουθούσε. "Σε θέλω εδώ", ψιθύρισε. Και τότε πλατύτερο έγινε το χαμόγελο της. Σηκώθηκε επάνω και συνέχισε να σφίγγει το μικρό χαρτάκι μες την παλάμη της. Καθώς περπατούσε συλλογιζόταν. Προσπάθουσε να σκέφτεται όμορφα πράγματα, ευχάριστα-και δεν της ήταν καθόλου δύσκολο τη νύχτα εκείνη.
Ήταν από εκείνες τις νύχτες που αργότερα θα κατέτασσε στις "αξιομνημόνευτες". Γιατί ήξερε πως το φεγγάρι της φαινόταν πιο όμορφο τη νύχτα εκείνη. Εξού και τα κρυφά γελάκια...
Όλα φαινόντουσαν πιο μαγεμένα. Πιο ραφιναρισμένα, πιο εκλεπτυσμένα. Το ωραιότερο συναίσθημα, βέβαια, ήταν ότι ακόμη πατούσε γερά τα πόδια της πάνω στη γη κι αυτό μπορούσε να το αισθανθεί. Δεν πετούσε στα σύννεφα. Κι αυτό το γνώριζε, αλλά, δεν τη δυσαρεστούσε. Τη γοήτευε γιατί δε θα μπορούσε να ήταν πιο αληθινό. Κι αγαπούσε την αλήθεια, ακόμη κι αν την πονούσε. Όχι όμως τη νύχτα εκείνη γιατί είχε κάνει μια όμορφη διαπίστωση. Η φύση ήτανε "μάγεμα κι όνειρο."
Λίγο πριν φτάσει έξω απ'το σπίτι σταμάτησε απότομα. Αναλογίστηκε κάτι για μερικά δευτερόλεπτα κι έπειτα πήρε ένα στυλό από την τσάντα της και άνοιξε το διπλωμένο χαρτάκι-πάντα με την ίδια φροντίδα και τρυφερότητα, λες κι ήταν κάποιο αντικείμενο ανεκτίμητης αξίας. Σημείωσε στα γρήγορα την ημερομηνία. Ήθελε να θυμάται. "Σε θέλω εδώ", διάβασε πιο δυνατά αυτή τη φορά με περισσότερη σιγουριά και αυτοπεποίθηση.  "Ό,τι κι αν γίνει εσύ να'σαι εδώ", συμπλήρωσε και συνέχισε το δρόμο της πάντα με το ίδιο διακριτικό χαμόγελο:)

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Τελικά..


Το θέμα δεν είναι ποιος νοιάζεται, αλλά ποιος νοιάζεται αρκετά ώστε να σου το δείξει...
Όπως λέει και το αγγλικό ρητό, "actions speak louder than words."

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Το χειρότερο ποστ ever. (I hate how my mind works.)

Life sucks.
And then, you die, if you're lucky enough.
"Να τους αλλάξεις δεν μπορείς."
-"Μα είναι άδικο. Υποκρίνονται."

Μάθημα Ημέρας: ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ.
Νιώθω ηλίθια. (προκείμενη 1)
Είσαι ό,τι νιώθεις. (προκείμενη 2)
ΑΡΑ, είμαι ηλίθια. (συμπέρασμα)

Και ξέρεις γιατί;
Διότι, θέλω να'μαι αληθινή και θέλω να δεθώ and I want to be something special for somebody.
Θέλω και εγώ να γίνω κάποιου η αλεπού.
Θέλω.  Ναι, είναι δική μου επιθυμία, προφανώς γι'αυτό συντάσσεται στο πρώτο πρόσωπο ενικού κι όχι στο δεύτερο ή το τρίτο.
Δε με πιέζει κανείς. Όταν γράφω για φθινόπωρα και χειμώνες και σκιές είναι γιατί το θέλω. Κι όταν πιστεύω πως είναι ό,τι καλύτερο έχω γράψει, δεν είναι γιατί είναι κανένα αριστούργημα, αλλά γιατί είναι ό,τι πιο βαθύ και ειλικρινές υπάρχει μέσα μου.
Γίνομαι ευάλωτη γιατί το επιλέγω. Βέβαια, το ότι είμαι ευάλωτη είναι κυρίως αποτέλεσμα της επιλογής μου και όχι η επιλογή μου αυτό καθ'αυτόν. Η αιτία είναι η βλακεία μου. Είναι οι χαζές μου πεποιθήσεις που αρκετά ειρωνικά συμπίπτουν με τη διδασκαλία του Ιησού(από τον οποίο, θα έλεγαν "οι ειδικοί", πως απέχω μίλια μακρυά).
"Η αγάπη είναι το παν. Η αγάπη στο τέλος πάντα νικά." Κι ύστερα, το απόλυτο χάος.
Ποια αγάπη. (Ναι, σωστά λείπει ένα ερωτηματικό, στη θέση του οποίου βρίσκεται μια ροζ τελεία, διότι έχω βαρεθεί να ρωτώ και το βαρεθήκατε και'σεις.)
Όπως λέμε ποια δημοκρατία, ποια δικαιοσύνη. Κάπως έτσι.
Είναι η παράλογη μου επιθυμία να θελήσει κάποιος να με μάθει και μένα, να με "ξεψαχνίσει", όπως πολύ ηλίθια κάνω εγώ με τους άλλους. Είτε παρατηρώντας τους, είτε συζητώντας μαζί τους.
Όμως, έχουμε ελευθερία!
Το παιχνίδι της ζωής είναι άνευ όρων.
Όλα επιτρέπονται. Ακόμα και τα χτυπήματα κάτω από τη μέση. [...]
"Είναι ο κανόνας της επιβίωσης."
Αν όλοι οι υπόλοιποι γουστάρουν να είναι ψεύτικοι και υποκριτές και διεφθαρμένοι, εγώ δεν έχω κανένα δικαίωμα να τους εμποδίσω. Πρέπει να το δέχομαι(έγκλιση ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ, χρόνος ενεστώτας, εξακολουθητικός, θα έλεγα). And what if I don't? Then I shall kill myself and rest in peace. (συμβουλή κάποιου προσώπου).

Υ.Γ. Νομίζω, ότι κάπου έχω χαθεί μες το ψάξιμο, κύριε...

*ΤΕΛΟΣ*

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

«Μικροί»Προβληματισμοί

Όσο μάλιστα παρατηρούσε ότι όλο το τοπίο του Ελλήσποντου είχε εξαφανιστεί, λόγω του πλήθους των πλοίων και ότι επίσης όλες ακτές και οι πεδιάδες της Αβύδου ήταν κατάμεστες από τα στρατιωτικά του τμήματα, τότε πια ο Ξέρξης καλοτύχισε τον εαυτό του και μετά απ’αυτό, δάκρυσε.
Τον αντιλήφθηκε όμως, ο από τον πατέρα θείος του, Αρτάβανος, ο οποίος και πρώτος είχε εκθέσει σ’ αυτόν ελεύθερα την άποψη του, συμβουλεύοντας τον Ξέρξη να μην εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, όταν πρόσεξε τον Ξέρξη να δακρύζει, τον ρώτησε τα εξής: «Βασιλιά μου,  αλήθεια υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα σ'αυτό που κάνεις τώρα και σ'αυτό που έκανες λίγο πρωτύτερα! Πρώτα δηλαδή καλοτύχισες τον εαυτό σου και μετά δάκρυσες». Και εκείνος απάντησε: «Με κατέλαβαν συναισθήματα λύπης, όταν ανα­λογίστηκα πόσο μικρή είναι η ανθρώπινη ζωή, μιας και από αυτούς όλους τους στρατιώτες, που είναι βέβαια τόσοι πολ­λοί, ύστερα από εκατό χρόνια, δε θα έχει επιβιώσει ούτε ένας».~Ηρόδοτου Ιστορίαι,βιβλίο 7,παράγραφος 45-46.



Ακόμη και ο Ξέρξης, πρόσωπο που έμεινε γνωστός στην ιστορία για την αλαζονεία του, δάκρυσε στην σκέψη ότι όλοι όσοι έστεκαν ολοζώντανοι μπροστά του θα γίνονταν ένα με το χώμα μερικά χρόνια αργότερα. Γιατί λοιπόν τόση ματαιοδοξία; 
Γιατί τόσος πόθος για την κατάκτηση της εξουσίας; Γιατί τόσες αδικίες;
Τι θα μείνει τελικά; Και τι όχι;
Τι αξίζει τελικά; (τέλος=σκοπός...) Και τι όχι;
Γιατί ο πόνος; Γιατί η χαρά;
Κοιτάζω γύρω μου. Ακούω. Φωνές, γέλια, κραυγές. Νιώθω. Ζωή...
Κι όμως, ο θάνατος βρίσκεται δυο βήματα παραπέρα... Και παραμονεύει! Γιατί όλοι το ξεχνούν αυτό;
Γιατί όλοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι θα ζουν για πάντα; Γιατί συνέχεια ακούω τις λέξεις «αύριο», «θα δούμε», «έχω απεριόριστο χρόνο» ; Η ζωή είναι μικρή! Και όχι, δεν με έχει πιάσει κρίση ηλικίας.   Απλώς διαπιστώνω -κάθε μερα όλο και πιο πολύ- πόσο «μικρά» πλάσματα είμαστε ("how pitifully short human life is"-Ξέρξης). Και πόσο, λανθασμένα, πιστεύουμε ότι ο κόσμος μας ανήκει. Ένα πέρασμα κάνουμε. Και μόνον όταν νιώσουμε το τέλος να πλησιάζει γινόμαστε  «μεγάλοι..» Πόσο θλιβερό... Ερωτώ, γιατί;
Γιατί  να περιμένω μέχρι αύριο για να σου πω ότι σ’αγαπώ;  Γιατί να πρέπει να περάσεις 5 μέρες, 2 μήνες κι άλλα τόσα χρόνια μακρυά μου για να καταλάβεις ότι με νοιάζεσαι; 
[...]
Διότι είσαι εγωιστής. Είσαι άνθρωπος. Φοράς παρωπίδες. Αρνείσαι να δεις τα πράγματα ως έχουν γι'αυτό και χτίζεις παλάτια και κάστρα και σκαρφαλώνεις όλο και σε ψηλότερες θέσεις και νομίζεις πως μ'αυτό τον τρόπο θα ζήσεις περισσότερο. Νομίζεις ότι θα είσαι πάντα εδώ, «να τ'απολαμβάνεις». Κι είσαι εγωιστής ακριβώς επειδή πάνω απ’όλα ΚΑΙ πρώτα απ’όλα δεν εκτιμάς τη ζωή που σου δόθηκε και προπάντων με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αρνείσαι να δεις ότι αυτή κάποτε θα τελειώσει. Κι όλο και πιο πολύ μεγαλώνει ο εγωισμός σου. Με αυτή τη λογική, λοιπόν,  ίσως να πρέπει να πάψω επιτέλους, να απαιτώ την αγάπη σου. Αν δε νιώθεις σεβασμό προς τη ζωή σου, για τη ζωή σου, τότε τι θα μπορούσες ν’αγαπήσεις;  «Νομίζουμε, πως θα ζήσουμε για πάντα...»
Συμφωνώ ότι:  για να καταλάβεις την αξία της χαράς, πρέπει να βιώσεις τον πόνο, για να καταλάβεις την αξία της αγάπης, ίσως και να πρέπει να σε μισήσει κάποιος, για να καταλάβεις την αξία της συγχώρεσης πρέπει να συγχωρεθείς και να συγχωρέσεις ή ακόμη και να μην συγχωρεθείς. Έτσι, θα νιώθεις τύψεις, κι αυτό θα σου ενεργοποιήσει άλλα αισθήματα κι έτσι θα αγωνιστείς για τη συγχώρεση, αν σου είναι σημαντική(άρα κάπου εδώ θα βάλεις τον εγωισμό σου «κάτω»)
Ποιος όμως μπορεί να τα εκτιμήσει όλα αυτά αν πρώτα δεν καταλάβει την αξία της ζωής;
Για να καταλάβεις την αξία της ζωής ΟΜΩΣ πρέπει πρώτα να καταλάβεις, ή να προσπαθήσεις τουλάχιστον, να καταλάβεις ότι υπάρχει και ο θάνατος. Κι όμως, ελάχιστοι εως κανένας προσπαθούν  να καταλάβουν τι εστί θάνατος. Γιατί πολύ απλά, ο τρόπος που ζουν και που συμπεριφέρονται και που νιώθουν ουδεμία σχέση έχει με την ύπαρξη του θανάτου σε απόσταση όχι και τόσο μακρινή. Κανείς δε μιλά για θάνατο κι αν κανείς το επιχειρήσει όλοι σταυροκοπιόμαστε και λέμε «μη κακό». Κακό. Αυτό πιστεύουμε. Όπως πιστεύουμε και για το μίσος ότι είναι κακό και για τη δυστυχία το ίδιο.
Υπάρχει το καλό και το κακό; 
Νομίζω την αξία στις λέξεις και στις έννοιες τη δίνουν οι άνθρωποι, κατά πως τους συμφέρει...
Δε θα ήταν καλύτερα αν ζούσαμε -όχι βέβαια με το φόβο ότι από στιγμή σε στιγμή θα πεθάνουμε- αλλά ίσως... Με περισσότερη γνώση και αυτογνωσία;
 Ίσως πιο απλά. Και το απλό καμιά φορά κρύβει περισσότερη ομορφιά μέσα του και βάθος πιο ουσιώδες απ'όλα τα μάταια που έχουμε θεοποιήσει...  Θα ήταν όλα πολύ αλλιώτικα αν οι άνθρωποι ήταν απλόι. Όχι απλουστευμένοι, απλοί. Φυσικοί. Απέριττοι. Κυρίως, με τα συναισθήματα τους.. Τις σκέψεις τους. Στην επικοινωνία τους με τους άλλους... Ίσως τότε, η ζωή να μη μας φαινόταν ένας λαβύρινθος. Ίσως τότε να μπορούσαμε καλύτερα να δώσουμε νόημα στη ζωή. Και να λέγαμε ότι ζήσαμε προτού πεθάνουμε.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Ανεξήγητα.

Λάθος δρόμος;

Έσβησε τα φώτα και ξάπλωσε στο κρεβάτι χωρίς καν να μπει στον κόπο να βγάλει τα ρούχα που φορούσε. Έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά της και δυνάμωσε την ένταση της μουσικής στο μέγιστο. Προσπαθούσε, απεγνωσμένα, ν'αποσυντονίσει τον εαυτό της, να ξεφύγει από τα πλαίσια του παρόντος και να μεταφερθεί σ'ενα φανταστικό χρόνο. Ένιωθε ότι από λεπτό σε λεπτό θα έσπαγε το μυαλό της και ότι θα ορθώνονταν μπροστά της ένα προς ένα τα συντρίμια του. Δυστυχώς, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ελέγξει. Αφού πάλεψε για μερικά λεπτά ακόμη με τον εαυτό της, κατάφερε να κλείσει τα βλέφαρα των ματιών της. Μάταια όμως...
Η μορφή του συνέχιζε να διαγράφεται τέλεια στο μυαλό της. Της είχε πλέον εντυπωθεί τόσο καλά, που ήξερε πως θα της ήταν δύσκολο να ξεχάσει το πρόσωπο εκείνο. Η αλήθεια είναι, πως κάτι την φόβιζε. Ίσως γιατί δεν είχε ξαναδεί κάτι ανάλογο.
Εντούτοις, της φαινόταν πολύ ιδιαίτερο και ενδιαφέρον. Ίσως γιατί ήταν ένα πρόσωπο αρκετά "σκληρό", επιβλητικό. Της μετέδιδε μια αγριάδα. Παρ'όλα αυτά δεν μπορούσε να βρει κανένα αποκρουστικό στοιχείο στο πρόσωπο εκείνο. Κι όμως, θα έπρεπε, γιατί υπήρχε κάπου βαθειά μέσα της κρυμμένο το αίσθημα του φόβου, σαν να ήθελε να την αποτραβήξει από κάτι. Κι όσο άγριος και μη εξημερωμένος** κι αν της φαινόταν, η μορφή έμενε χαραγμένη στο μυαλό της και συνέχιζε να την κυριεύει. Κι όλα αυτά δεν έλεγαν να δέσουν με το φόβο. Αντίθετα, όσο έκανε αναδρομή στα λίγα λεπτά που της είχε χαρίσει, ένιωθε όλο και πιο πολύ μια αύρα γλυκιά να την αγκαλιάζει και τελικά να σβήνει την τραχιά του όψη και να της προσδίδει χάρη.
Κυριολεκτικά έδινε μάχη με τον εαυτό της! Από τη μια η γλυκύτητα και από την άλλη ο φόβος. Φόβος γιατί δεν ήξερε ποιος ήταν. Και αγωνία... Γιατί ήθελε να μάθει! Ήθελε να ρωτήσει και να ερωτηθεί, να πάρει και να δώσει απαντήσεις, ήθελε να γίνει διάλογος. Ήθελε να μάθει περισσότερα. Της είχε κινήσει το ενδιαφέρον ο δικός του κόσμος, οι δικές του ιδέες. Την ενθουσίαζε. Και την φόβιζε συνάμα. Ένιωθε ότι επιχειρούσε να μπει σε βαθιά μονοπάτια. Ίσως ήταν αρκετά ρηχή. Δεν πίστευε στ'αλήθεια ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να καλύψει τόση απόσταση. Ήταν απίστευτα μεγάλη. Ακόμη, την άγχωνε η ιδέα ότι γινόταν φορτική, γιατί ελάχιστα μπορούσε να προσφέρει. Κι όμως, ένιωθε ότι ήθελε να προσφέρει, όχι χάρην της "ανταλλαγής", αλλά, ίσως γιατί θα την ευχαριστούσε αυτό. Ίσως την ευθύνη να την είχε εκείνη η καταραμένη η φωνούλα που ονόμαζε ένστικτο. Δεν κινείτο βάση σχεδίου και αυτό τη φόβιζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Δεν της άρεσε που η ικανότητα της να ελέγξει τις αυθόρμητες τις αντιδράσεις είχε αρχίσει να μειώνεται. Κι υπήρχαν κι άλλα τόσα... Ίσως το περιβάλλον, που απαιτούσε να μπαίνουν όρια, ίσως η θέση της που την υποβίβαζε. Δεν ένιωθε ελεύθερα, πίστευε όμως ότι θα μπορούσε να νιώσει.
Ξαπλωμένη ακόμη στο κρεβάτι, έτρεμε σύγκορμη. Δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι της έδινε μια ώθηση ανεξήγητη η μορφή εκείνη -και ήθελε να κρατηθεί κοντά της...

**Η Αλεπού κοίταξε το Μικρό Πρίγκιπα, για πολύ ώρα.
-Σε παρακαλώ εξημέρωσέ με! είπε.
-Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω να ανακαλύψω φίλους και πολλά πράγματα να γνωρίσω.
-Γνωρίζουμε μονάχα τα πράγματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ’αγοράζουν όλα έτοιμα απ’τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με.
-Τι πρέπει να κάνω; Είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα καθίσεις κάπως μακριά μου, έτσι, στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού κι εσύ δε θα λες τίποτα. Ο λόγος είναι πηγή παρεξηγήσεων. Κάθε μέρα, όμως, θα μπορείς να κάθεσαι όλο και πιο κοντά… (Απόσπασμα από τον Μικρό Πρίγκιπα του Antoine De Saint-Exupery)

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Δε ζητείται η ελπίς.


"Θέλω να φύγω μακρυά. Να ερευνήσω, να μάθω, ν'ανακαλύψω. Άλλο δε θέλω να περιμένω."
Η αναμονή είναι ψυχοφθόρα. Και η ελπίδα συναίσθημα για τους μικρούς. Αναρωτιώμουν πάντοτε ποια ήταν η σημασία της φράσης "η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία." Και τώρα κατάλαβα. Πεθαίνει τελευταία γιατί έχουν σβηστεί όλα τα υπόλοιπα. Έχει χαθεί ο πόθος, η θέληση έπαψε να υφίσταται, έσβησε η φλόγα της αγωνιστικότητας. Και τι απομένει; Ετούτο 'δω το πικρό συναίσθημα. Σαν το κερί που τρεμοπαίζει, έτσι κι αυτό ζει μέσα σου. "Η αιώνιος αναμονή."
Ωφελεί;
Για να έχεις ισορροπία όταν κάνεις ποδήλατο, πρέπει να προχωράς. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τη ζωή. Για να ισορροπήσεις, πρέπει να την προχωράς. Να μη σε βαραίνει το παρελθόν. Να μην σε κρατούν πίσω οι ενδοιασμοί σου, τα πάθη και τα λάθη σου. Πρέπει να την προχωρήσεις. Αλλιώς, μια ζωή θα είσαι αιχμάλωτος της ελπίδας. Θα σε κατατρέχουν συνέχεια εκείνα τα "θα", τα "μακάρι", τα "ίσως".
Ό,τι μπορείς, κάνε το σήμερα, μην αναβάλλεις για αύριο.
Αναβολή=Ματαίωση=Απώλεια πολύτιμου χρόνου.
-"Θέλω να φύγω..."
-"Πήγαινε."