Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Επιστροφή...

Σας μιλώ εδώ και καιρό για εκείνη. Σας έχω αφήσει να ρίξετε μια κλεφτή στον κόσμο που έπλασε -ένα κόσμο δικό της, ένα κόσμο αλλόκοτο και τρελό. Είναι και κάτι που δε σας είχα πει ποτέ όμως. Και να που έφτασε η ώρα να το μάθετε: το μεγαλύτερο της φόβο.
Είμαι απέναντι της ξανά και την βλέπω. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει αλλά κάθε φορά μου δημιουργεί όλο και περισσότερες απορίες. Με προβληματίζει. Προσπαθώ να της κλέψω μία λέξη -θέλω να μάθω τι είναι αυτό. Αυτή τη φορά δεν είναι δύσκολο.
Τώρα τελευταία είναι λες και έχει ρίξει κάθε τείχος που είχε για να την προστατεύει από τον πόνο. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα για να χτίσει τείχη. "Τα τείχη είναι για να τα γκρεμίζουμε" έτσι τη θυμάμαι μια ζωή να επιμένει. Ξεροκέφαλη όπως πάντα.
Μπορώ λοιπόν και την βλέπω πεντακάθαρα απόψε, όπως θα αντίκρυζε κανείς τη γυμνή αλήθεια (αν μπορεί κανείς να την αντικρίσει), όπως θ'αντίκριζε κανείς το είδωλό του στον καθρέφτη σε κάτι πολύ προσωπικές και σπάνιες στιγμές. Έτσι την βλέπω. Για άλλη μια φορά με κάτι μάτια πρησμένα κι ολοκόκκινα. Και παρόλο που τα λόγια είναι περιττά εγώ θέλω να μάθω. Όσο απάνθρωπο κι αν είναι να τη βασανίσω κι άλλο εγώ θέλω να μάθω. Θέλω να ακούσω κάθε λέξη να βγαίνει από το στόμα της. Δυνατά. Καθαρά.
Παίρνει μια βαθειά ανάσα κι αρχίζει να μιλά. "Θέλεις να ξέρεις τι φοβάμαι; Φοβάμαι τα πάντα. Μια πολύ πιθανή απάντηση. Φοβάμαι να είμαι ο εαυτός μου γιατί παραδόξως κάθε φορά που προσπαθώ να αφεθώ ελεύθερη καταλήγω να το μετανιώνω. Καταλήγω να νιώθω ένοχη για ό,τι περιέρχεται στη σκέψη μου, για κάθετί που με συγκινεί, που με ταρακουνά, που με κάνει να χάνω τη γη κάτω απ'τα πόδια μου. Και το πιο αστείο απ'όλα είναι ότι δεν ξέρω γιατί. Να λοιπόν γιατί φοβάμαι εκείνα τα ατέλειωτα, τα απέραντα, τα αιωνίως αναπάντητα γιατί! Φοβάμαι τις δυνάμεις μου. Ναι, τις δυνάμεις μου. Πάντα λέω ότι δεν μπόρω να το κάνω και πάντα με κάποιον μαγικό τρόπο το έχω ήδη καταφέρει. Φοβάμαι να πάρω τη ζωή απ'τα μαλλιά και να της δείξω ότι δε θα γίνει το δικό της, να την ταρακουνήσω όπως με ταρακουνά εκείνη, να την αιφνιδιάσω όπως με αιφνιδιάζει εκείνη και πιο πολύ να την εκπλήξω όπως με εκπλήσσει εκείνη. Φοβάμαι να περπατώ μόνη όταν βραδιάζει. Φοβάμαι και νομίζω ότι θα βγει η ψυχή μου κάθε φορά που πρέπει να το κάνω. Θα θελα να 'χα μία συντροφιά, έστω και λίγη κουβεντούλα θα τα έκανε όλα καλύτερα. Φοβάμαι που μεγαλώνω. Είναι δύσκολο να μεγαλώνεις. Και καμιά φορά είναι πολύ πολύ περίεργο και τρομαχτικό. Κι είναι πιο τρομαχτικό που δεν μπορείς να πεις σε κανένα ότι βρίσκεις κάτι τέτοιο τρομαχτικό. Κάθε καινούρια ανακάλυψη είναι χαρά και πόνος μαζί. Καθένα βήμα παραπέρα είναι επικίνδυνο γιατί η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ξέρω τι πρόκειται να βρεθεί στο δρόμο μου -κι η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν ξέρει. Μα πιο πολύ από όλα ξέρεις τι φοβάμαι; Φοβάμαι όταν φεύγουν. Όταν φεύγουν χωρίς καν να το καταλάβεις. Αθόρυβα. Απροειδοποίητα. Σιωπηλά. Κι είναι στ'αλήθεια πολύ τρομαχτικό γιατί έτσι δεν ξέρεις ποτέ αν θα έρθουνε πίσω. Κι έτσι μένεις εκεί και τους περιμένεις. Ακόμα κι αν πιστέψεις ότι σταμάτησες, η ζωή κάπως, κάποτε, βρίσκει ένα τρόπο και σου τους θυμίζει. Και αυτός ο τρόπος... Λοιπόν αυτός ο τρόπος της ζωής να σου θυμίζει αυτούς που σου λείπουν λέγεται αγάπη. Κι είν' ό,τι μένει τελικά".

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Αμ δε...


"[...] Όσο για μας... Θα τα πούμε ξανά –άμα το θες -  σε μια άλλη, όμορφη, καινούρια, μικρούτσικη, μα ίσως και, σημαντική ζωή..."

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Αιώνιος δεσμός

Το μόνο που ξέρω, είναι αυτό που βαθιά μέσα μου ριζώνει...
Μια ανεξάντλητη πηγή ελπίδας. Η γλυκιά προσμονή. Οι θύμησες.
Ποιος είσαι; Ποιος ήσουν, και πού πας; Πώς έφτασες ως εδώ; Ή καλύτερα τι σε οδήγησε μέχρις εδώ; Πρέπει να θυμάσαι. Οι θύμησες.
Τι ονειρεύεσαι; Ποιος είναι ο σκοπός σου και τι απ' όλα πιότερο επιθυμείς; Πρέπει να θυμάσαι. Οι θύμησες.
Ναι, οι θύμησες είναι και τίποτε άλλο. Αυτές σε συντελούν, αυτές σε αποτελούν. Αυτές οι ίδιες είναι το βάρος που ριζώνει μες τα στήθια σου. Αυτές οι ίδιες σου απαντούν κάθε φορά που ρωτάς. "Ποιος είμαι; Ποιος ήμουν", διορθώνεις βιαστικά. Πρέπει να θυμηθείς ποιος ήσουν για να μπορέσεις να καταλάβεις ποιος είσαι. Για να καταλάβεις πως τίποτε δεν έγινε στην τύχη. Σε συν-τελόυν λοιπόν οι θύμησες, το "τέλος" σου υποδεικνύουν, το σκοπό...
Οι θύμησες και τίποτε άλλο. Η μνήμη. Ό,τι σε κρατά ζωντανό. Και μη νομίζετε πως είναι εύκολο να θυμάσαι. Ιδιαίτερα όταν όλα γύρω σου "συνωμοτούν" για το ακριβώς αντίθετο. Ιδιαίτερα όταν γύρω σου ξετυλίγεται ένας ολοκαίνουριος κόσμος. Άλλες φωνές, άλλες κουβέντες, άλλες αντιδράσεις, άλλες εντυπώσεις, άλλες σκέψεις. Κι είναι ωραία όλα αυτά να τα ζεις και να τα δοκιμάζεις, να βουτάς μέσα με τα μούτρα και να τα ανακαλύπτεις, να νιώθεις ένας μικρός εξερευνητής στο ταξίδι της απέραντης και ατελεύτητης γνώσης. Μα στο τέλος της ημέρας, τίποτε άλλο δεν είναι παρά αυτό... Οι θύμησες. Πρέπει να θυμάσαι.
Κανείς δε σε υποχρεώνει, μα έτσι το διάλεξες, έτσι το αποφάσισες, πως πρέπει να θυμάσαι.
Κι είναι ωραίο να θυμάσαι γιατί είναι το μόνο πράγμα που σε συνδέει με το εκάστοτε παρελθόν. Και κάθε καινούριο μέλλον, θέλει και ένα παλιό παρελθόν. Και κάθε παλιό παρελθόν είναι ένα κομμάτι της ζωής σου αλησμόνητο. Γιατί κάθε κομμάτι της ζωής σου είσαι εσύ. Υπάρχει κι η δική σου η ουσία μέσα. Και ως τέτοιο αποκτά μια σημασία. Γιατί σου λέει κάτι, σου θυμίζει κάτι. Κάτι που ίσως και να απαντά ερωτήματα στο τώρα. Ποιος είσαι λοιπόν, ποιος ήσουν...

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

"Η πόλις θα σε ακολουθεί..."

"Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ'ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις".

Μόνο που σ'αυτή την περίπτωση η δική μου η πόλις βρίσκεται μίλια μακριά πια -μα συνεχώς στην σκέψη μου περιέρχεται... Σ'αυτή την περίπτωση, θα έπαιρνα με κάθε ευχαρίστηση τους ίδιους δρόμους για την πόλη μου. Έστω και για λίγα λεπτά της ώρας, απλώς για να ξαποστάσω σ'ένα γνώριμο στενό δρομάκι, ή ακόμα να περπατήσω σε μια λεωφόρο ή ακόμα απλώς να σταθώ στη μέση του δικού μου πουθενά και να χαζέψω για λίγο. Κι ας γερνούσα μες το σπιτάκι μου, κι ας άσπριζαν τα μαλλιά μου.
Έτσι κι αλλιώς, πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνω. Γιατί η ζωή μου είναι εκεί. Οι αναμνήσεις μου βρίσκονται όλες θαμμένες εκεί. Κι είναι σκεπασμένες με άγιο χώμα και μέσα από αυτές αναβρύζουν αισθήματα ευγνωμοσύνης και χαράς. Καμία μεταμέλεια. Πόσο θυμάμαι έντονα κάθε στιγμή -ίσως τις τελευταίες περισσότερο. Το χέρι μου που το κράτησες σφιχτά, εσύ που με νοιάζεσαι, το μέτωπο μου που το φίλησες απαλά, εσύ που μ'αγαπάς, το ζεστό χαμόγελο που μου χάρισες, εσύ που είσαι φίλος μου, τα συμβουλευτικά λόγια των γονιών και την ανησυχία στα πρόσωπά τους καθώς έκλειναν οι πύλες. Κι άλλες τόσο ωραίες αναμνήσεις -στιγμές απέραντης ευτυχίας και απρόσμενης χαράς, στιγμές ακόμη και της λύπης -μιας λύπης που ήταν οικεία όμως. Ετούτη εδώ η λύπη είναι αρρώστια, είναι μαρασμός, το σαράκι που μου τρώει τα σωθικά. Πρόκαμα όμως και το είπα: "θα πάγω σ'αλλη γη, θα πάγω σ'αλλη θάλασσα". Και τώρα πρέπει να σταθώ στα πόδια μου και να το υποστηρίξω, να γίνω ένα με το λόγο μου, να γίνω δέσμια του. Πρέπει να αποδείξω στον εαυτό μου πως ίσως και αυτή η πόλις -η τόσο αλλόκοτα ξενική-  κάτι θα έχει να μου μάθει, κάτι να μου δώσει ή πιο σωστά αυτό το κάτι πρέπει να βγω εκεί έξω και να το ανακαλύψω...

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Σιωπή

Πόσο είναι σπαραχτική ετούτη η σιωπή,
μονάχα δάκρυα μου φέρνει ως τα μάτια!
Γιατί τόσο δισταχτική ειν'η δική σου η φωνή;
ποια τάχα της ψυχής να κρύβεις από εμέ κομμάτια;

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Νανούρισμα

Το μυαλό και το σώμα σου  τρέχουν, κάνουν υπερωρίες, υπερεργάζονται εντατικά. Τα νεύρα του εγκεφάλου σου διεγείρονται, έχεις σχεδόν αρχίσει να τα αισθάνεσαι καθώς δουλεύουν μέσα σου με μανία, σχεδόν βίαια. Τα χτυπήματα είναι αλλεπάλληλα, το ένα διαδέχεται το άλλο. Αγωνίζεσαι να το αποτρέψεις με νύχια και με δόντια. Όχι, όχι πάλι. Όχι ξανά!
Οι εικόνες επιστρέφουν μόνες τους κι είναι ολοκάθαρες. Κατ'ακρίβειαν, δεν υπήρξαν ποτέ τόσο καθαρές όσο τώρα.
Βλέπω...
Βλέπω ένα μωρό μέσα στη βρεφική του κούνια. Βρίσκεται δίπλα από το κρεβάτι των γονιών, από τη μεριά της μητέρας. Το βλέπω ανήσυχο, δεν έχει ύπνο, μου φαίνεται σχεδόν φοβισμένο.
"Χλωμή αδερφούλα η μέρα φτάνει και στα ματάκια σου ύπνος δε φάνη".
Προσπαθείς μάταια να σβήσεις την εικόνα, φτάνει, γιατί τα θυμήθηκες όλα αυτά; Το νανούρισμα όμως συνεχίζει να ηχεί στ'αυτιά σου, γλυκό και μελωδικό, σχεδόν κοντεύει να αγγίξει την ψυχή σου όπως αγγίζει την ψυχούλα του μωρού στην κούνια που τώρα σου φαίνεται πιο ήρεμο. Το φως ξαφνικά λιγοστεύει, η όραση σου σε δυσκολεύει και η εικόνα γίνεται όλο και πιο ψυχρή όλο και πιο απόμακρη.
Επιστροφή στην πραγματικότητα...
Σε βλέπω. Βλέπω ένα χέρι γνώριμο. Και πάνω στο χέρι αυτό, βλέπω ένα άλλο χέρι. Αυτό το δεύτερο χέρι χαϊδεύει απαλά το πρώτο λες και το καθησυχάζει και κάπου εκεί σιμά ακούω μια φωνή.
Μια φωνούλα γλυκιά, συμπονετικιά, μια φωνή που σου τραγουδά "χλωμή αδελφούλα, πια τι με νοιάζει, αχ η ματιά σου πώς σκοτεινιάζει! Τα παγωμένα χέρια σου, Θέ μου, δε σ'είδα τόσο χλωμή ποτέ μου..."
Τώρα πια μπορώ και να νιώσω... Νιώθω τη γαλήνη που έρχεται από μακριά, πολύ μακριά, από την άλλη άκρη της Γης, εκεί που κρύβονται οι Αγγέλοι, εκεί που βρίσκεται ο Παράδεισος που αναζητάς.
Αυτός ο Παράδεισος που μπορείς ν'αγαπάς, ν'αγαπάς χωρίς μια στάλα φόβο... Αυτός ο Παράδεισος που είναι γεμάτος ελπίδα και αποτελείται από κάτι τεράστια και κάτασπρα σύννεφα, τα σύννεφα της γαλήνης που σε τυλίγουν μέσα τους όπως τα ζεστά σεντόνια του κρεβατιού σου. Αυτά τα σεντόνια που πνίγουν τη βροχή και την εξαφανίζουν. Αυτά τα σεντόνια που δεν αφήνουν τίποτα να τα διαπεράσει. Σ'αυτά τα σεντόνια ο πόνος σταματά. Στο δικό σου Παράδεισο τίποτα δεν έχει γίνει. Αύριο θα ξυπνήσεις κι όλα θα βρίσκονται στη θέση που έπρεπε να βρίσκονται.
"Η ζωή είναι ένα τεράστιο θέατρο. Έχει πολλούς-πολλούς ηθοποιούς του καθενός μας η ζωή. Θα κληθείς να δώσεις πολλές παραστάσεις. Μη διστάσεις. Μη φοβηθείς. Κι αν καμιά φορά χάσεις τα λόγια σου, μην απογοητευτείς. Κι αν απογοητεύσεις το κοινό σου, να ξανασηκωθείς. Όσο για τους ηθοποιούς της ζωής σου, ένα να ξέρεις: θα υπάρξουν πολλοί και διάφοροι. Εσύ θα μπορέσεις κάποια στιγμή να τους αξιολογήσεις. Θα μπορέσεις κάποια στιγμή, αφού θα έχουν δοθεί αρκετές παραστάσεις, να διακρίνεις και ξεχωρίσεις. Ποιοι ήταν τ'αστέρια σου, ποιοι ήταν απλοί συνεργάτες και ποιοι είχαν παίξει το ρόλο του κομπάρσου. Κι αν ο ρόλος σου δεν είναι πειστικός, μη σταματάς. Μη σκεφτείς ούτε στιγμή να εγκαταλείψεις τη σκηνή ακόμα κι αν θέλεις να χωθείς βαθιά μέσα στα σεντόνια σου και να κλάψεις. Ακόμα κι αν θέλεις ν'αφήσεις το πρόσωπό σου εκτεθειμένο, χωρίς το προσωπείο που σου βαραίνει την καρδιά, κάθε φορά και όλο και περισσότερο. Κι αν κανείς δε σε πιστεύει κι αν κανείς δε νοιάζεται αρκετά ώστε να σε προσέξει καθώς εκτελείς το ρόλο σου μην τα βάλεις κάτω. Θα δεις που μια μέρα θα λάμψεις. Και θα δεις ότι τότε ίσως το χειροκρότημά τους θα αξίζει όσο στοιχίζει ένα κομμάτι από χαρτί... Ψίχουλα... Ο καθένας βρίσκει κοινό αντάξιο της παράστασης που δίνει. Γι'αυτό κοιμήσου, κοιμήσου κι αύριο είναι μια ολοκαίνουρια ημέρα. Αύριο θα φτιάξουν όλα..."
Άλλη μία λήψη έλαβε το τέλος της. Θολούρα και πάλι... Καθώς ετοιμάζομαι να φύγω ακούω το τελευταίο της τετράστιχο: "μονάχα ο ύπνος δε λέει "θυμήσου", χλωμή αδελφούλα, φέγγει, κοιμήσου..."

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Εκείνη: ένα Φθινόπωρο μετά

Την είδα ψες το βράδυ... Βρισκόταν ακριβώς στο ίδιο μέρος που την είχα αφήσει το περασμένο Φθινόπωρο. Εκείνη δεν με είχε δει. Έτσι το ήθελα, να μη με δει, σαν κάτι να μου έλεγε πως δε με είχε ανάγκη πια. Εντούτοις, ένιωθα πως έπρεπε να βρίσκομαι κάπου εκεί κοντά, έστω και αν δε θα με συναντούσε, ακόμα και αν έκανε τη σκέψη πως θα μπορούσε ποτέ να σβηστούν από το μυαλό μου οι εικόνες που μου εντυπώθηκαν ένα χρόνο πριν.
Ένα χρόνο μετά, λοιπόν, βρισκόμουν εκεί και την παρακολουθούσα.
Το σκηνικό ήταν απαράλλαχτο, λες και ο χρόνος είχε παγώσει για πάντα σ'εκείνη τη νύχτα, σ'εκείνο το φθινοπωρινό βράδυ που την έβλεπα να κάθεται στην παραλία -σκεφτική, ταλαιπωρημένη, χλωμή, αδύναμη, με δύο μάτια που ζητούσαν απαντήσεις ουρλιάζοντας, δυο μάτια που φοβόμουν να τα βλέπω, γιατί έκρυβαν μια φλόγα που μ'έκαιγε και με τσουρούφλιζε. Θυμήθηκα ξανά πόση ντροπή ένιωθα που δεν μπορούσα να τους αποκριθώ.
Κι όμως, σαν κάτι να με κράταγε δέσμια, μου θύμισε το ραντεβού που δώσαμε -το ραντεβού που είχαμε συμφωνήσει για το ερχόμενο Φθινόπωρο. Όλο τον χρόνο που πέρασα μακριά της δεν έπαψα στιγμή να την σκέφτομαι. Με είχε τρομάξει η τελευταία μας συνάντηση. Τι πεισματάρικο κορίτσι ήταν! Ακόμα θυμάμαι τον αποφασιστικό τόνο στη φωνή της όταν μου δήλωνε πως θα την έβρισκα κάθε Φθινόπωρο κάπου εδώ, τριγύρω, ανάμεσα στα βότσαλα και στο νερό, ανάμεσα στην απεραντοσύνη της γαλάζιας θάλασσας και στο τίποτα που τη στοιχείωνε. 
Θυμάμαι που πάσχιζα να την μεταπείσω, θυμάμαι πόσο απεγνωσμένα προσπαθούσα να της εξηγήσω ότι στον ανθρώπινο κόσμο δεν υπάρχουν ούτε σκιές, ούτε φεγγαρόλουστα μονοπάτια, ούτε ζεστές φθινοπωρινές νύχτες! Μα τυγχαίνει να θυμάμαι και το βλέμμα της, ήρεμο και γαλήνιο, μετά από όσα είχαν ειπωθεί, μετά από τα καυτά δάκρυα που ξεχύθηκαν από τα βάθη της ψυχής της καθώς μου εκμυστηρευόταν τα πιο σκοτεινά της μυστικά. Δεν την είχα δει ποτέ ξανά έτσι. Γι'αυτό ανησυχούσα. Ανησυχούσα ότι ίσως είχε βγει εκτός τροχιάς, ότι είχε εγκαταλείψει την πραγματικότητα και ότι είχε αρχίσει να ζει στον φανταστικό κόσμο της τρέλας και των ονείρων όπου τα πάντα είναι πιθανά. Μιλούσε με τόση πραότητα λες κι οι εικόνες που μου περιέγραφε ήταν κάποιο βίωμα, κάποια ανάμνηση -τόσο αληθινές έμοιαζαν. Με μια τέτοια εικόνα ήλθα αντιμέτωπη λοιπόν.
Εκείνη... Ένα Φθινόπωρο μετά. Στο ίδιο μέρος όπως τα είχαμε συμφωνήσει πριν αποχαιρετιστούμε. Μου έδωσε μεγάλη χαρά και με συγκίνησε που ήταν πιστή στο ραντεβού της. Από την πρώτη κιόλας ματιά που της έριξα μπόρεσα να διακρίνω πόσο είχε αλλάξει.
Η αλλαγή της δεν είχε καμία σχέση με την εμφάνισή της. Αυτό που είχε αλλάξει ήταν ο τρόπος που κινείτο, η αίσθηση που άφηνε στον αιθέρα κάθε φορά που έκανε ένα βήμα για να περπατήσει, κάτι στην ατμόσφαιρα -η ενέργεια που εξέπεμπε, πώς να το πω; Αποφάσισα να μετακινηθώ λίγο για να μπορέσω πιο προσεχτικά να την παρατηρήσω. Πόσο λαμπερό μου φάνηκε το άλλοτε υποτονικό της πρόσωπο! Και πόσο πιο χαλαρές ήταν οι εκφράσεις του. Αν δε τη γνώριζα τόσο καλά θα 'βαζα όρκο πως επρόκειτο για  κάποιο λάθος. Μα το Θεό, θα ορκιζόμουν πως είχε στείλει κάποιαν άλλη στη θέση της για να με δει! Είχαν ήδη περάσει δεκαπέντε λεπτά από την ώρα που είχαμε ορίσει για να συναντηθούμε αλλά δεν υπήρχε κανένα σημάδι ανησυχίας στο πρόσωπό της. Μήπως μ'είχε ξεχάσει ολότελα; Για μια στιγμή σκέφτηκα να κάνω εμφανή την παρουσία μου, αλλά προσπάθησα να συγκρατήσω τον ανυπόμονό μου εαυτό γι'ακόμη λίγο.
Περίμενα λοιπόν μέχρι που αντίκρισα την ίδια εκείνη εικόνα που μου περιέγραφε το περασμένο Φθινόπωρο. Και τότε άρχισα να καταλαβαίνω. Το πρόσωπο... Δεν ήταν θολό πια. Το είδα με τα μάτια μου. Τον είδα να φτάνει από μακριά και να σιμώνει ολοένα και περισσότερο. Τι παράξενη ομορφιά που είχε... Λες κι είχε ξεπηδήσει από κάποιο παραμύθι, όπως ο Πρίγκιπας πάνω στο άσπρο άλογο. Κι ερχόταν κοντά της. Καθώς πλησίαζε διαπίστωνα ότι είχε ακριβώς την ίδια έκφραση με τη δικιά της. Ένα πλατύ χαμόγελο ήταν απλωμένο στα λεπτά του χείλη, λες κι είχε σχεδιαστεί απ'τον καλύτερο ζωγράφο. Και τότε σιγουρεύτηκα.
Καθώς έβλεπα την εικόνα να ολοκληρώνεται μπροστά στα μάτια μου, τα λόγια της "έπαιζαν" στο μυαλό μου -ξανά και ξανά- και τ'άκουγα δυνατά και καθαρά, όπως μου τα είχε προφέρει κάποτε η ίδια: "Επιθυμώ να πορευθώ μαζί με τη σκιά και όχι ν'αγωνίζομαι να τη φτάσω. Μα ούτε και να μένει πίσω θα ήθελα". Και όσο συνέχιζα να παρατηρώ, όλο και πιο πολύ επαληθεύονταν τα λόγια της -όλα ταίριαζαν κι ήταν ακριβώς όπως μου τα είχε περιγράψει άλλοτε -άραγε εκείνη γνώριζε; Καθόμουν και τους χάζευα για ώρες. Και μες τα μάτια μου δεν υπήρχε άλλο τίποτε εκτός από το είδωλο δύο σκιών. Έβλεπα δυο σκιές που πορεύονταν παράλληλα, δυο σκιές που κατευθύνονταν προς το φεγγαρόλουστο μονοπάτι πιασμένες χέρι-χέρι. Δυο σκιές που περπατούσαν πλάϊ στα κύματα σαν ίση προς ίση -χωρίς στολίδια, χωρίς ψέματα, χωρίς ενδοιασμούς. Μονάχα με δυο ζευγάρια μάτια που τα φώτιζε το φως της σελήνης. Δυο ζευγάρια μάτια που κοίταζαν βαθιά μέσα στην ψυχή και διάβαζαν ολοκάθαρα την αλήθεια -και την ομολογούσαν. Εκείνη την ίδια αλήθεια που την πονούσε, εκείνη την ίδια αλήθεια που έπρεπε να μπει σε προτάσεις και να γίνει καπνός και να εξαφανιστεί, γιατί μόνο έτσι θα έπαιρνε μια χαρούμενη τροπή το παραμύθι της ζωής της.
Την είδα ψες το βράδυ και σας το ομολογώ: τη ζήλεψα. Κι αν μου λείπει, ελπίζω ότι δε με ξέχασε. Κι αν μου λείπει, εύχομαι να της είμαι αχρείαστη. Μονάχα να την χαζεύω από μακριά και να γράφω για τις περιπέτειές της, μονάχα αυτό θέλω.
Την είδα ψες το βράδυ, εκείνη, ένα Φθινόπωρο μετά...
Υ.Γ. Love was their resistance.

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Εσύ

Ποιος είσαι;
Μονάχα αυτή η ερώτηση στριφογυρνούσε μες το μυαλό της. Ξανά και ξανά και ξανά. Όσο κυλούσαν οι μέρες, οι αναμνήσεις ζωντάνευαν, έπαιρναν ξανά πνοή κι έπαιζαν ασταμάτητα σαν φιλμάκι μπροστά στα μάτια της. Πόσο μισούσε τα μυστήρια... Τα άλυτα προβλήματα, τα αναπάντητα ερωτήματα.
Και μες το μυαλό της ηχούσε μόνο μια ερώτηση, "εσύ, ποιος είσαι;"
Σήμερα λέω να παίξουμε ένα καινούριο παιχνίδι, ένα παιχνίδι που δεν παίξαμε ποτέ ξανά.
Σήμερα λέω να παίξουμε το παιχνίδι της αλήθειας.
Εσύ, ποιος είσαι; Ξέρεις;
Λόγια, λόγια, λόγια... Λόγια πολλά, λόγια εκκωφαντικά, λόγια που απλά δεν μπορούσε να ξεχάσει.
Λόγια διφορούμενα. Αυτό εδώ τη βασάνιζε περισσότερο. Τα πολύσημα λόγια του. Λόγια που τα έπαιζε στα δάχτυλά του, λόγια που κατασκεύαζε σε μια γλώσσα που μόνο εκείνος μπορούσε να αποκωδικοποιήσει. Λόγια δίκοπο μαχαίρι. Λόγια σαν εκείνα των ποιητών. Λόγια που της ξάνοιγαν θάλασσες, μα δεν την οδηγούσαν σε κανένα λιμάνι. Λόγια που οδηγούσαν στο αιώνιο πουθενά. Μόνο λόγια.
Λόγια που δεν έγιναν πράξεις. Λόγια που ούτε καν τα θυμάται εκείνος που τα είπε. Λόγια που την πόνεσαν. Λόγια που την έκαναν να δακρύσει. Κι άλλα λόγια...  Λόγια που έφεραν την ελπίδα της στο φως και λόγια που κυρίεψαν τη φαντασία της. Λόγια που την ταξίδεψαν σ'άλλους πλανήτες. Λόγια που δεν ξέχνα, λόγια που δεν τα φοβάται, γιατί ξέρει ποια είναι, πάντοτε ήξερε. Εσύ, εσύ που δε μιλάς, εσύ ποιος είσαι;

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

Εν λευκώ

























Ένα κενό χαρτί... Αυτό είναι όλο. Και πίσω από αυτό ο ενδιάθετος λόγος. Γιατί κάπου εκεί πίσω και κάπου εκεί μέσα υπάρχουν μυριάδες σκέψεις. Κατ'ακρίβειαν, υπάρχουν μυριάδες λέξεις κι όχι σκέψεις. Λέξεις σκόρπιες κι ασυνάρτητες, λέξεις που τα λένε όλα και λέξεις που δε λένε τίποτα. Λέξεις που σκαλώνουν και κωλύονται. Λέξεις που τις νιώθω, τις ακούω, λέξεις που μου μιλούν και προσπαθούν απεγνωσμένα να βγουν. ΟΧΙ ΤΩΡΑ!
Γιατί;
Διότι τώρα δεν είναι καιρός να μιλήσεις. Αγωνίστηκες τόσο καιρό γι'αυτή την ισορροπία και δε θα την αφήσεις τόσο εύκολα να πάει χαμένη, έτσι; Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως το χαρτί σου θα μένει λευκό -μέχρι πόσο; Όχι γιατί δεν έχεις τίποτα να γράψεις, όχι γιατί τίποτα το σπουδαίο δε συμβαίνει μέσα σ'εκείνο το μυαλό. Είναι που... Ακόμα δεν έφτασες στο τελικό στάδιο. Ακόμα το δουλεύεις. Είναι μια καινούρια αρχή. Θέλει το χρόνο της. Πρέπει να σβηστούν οι παλιές εκφράσεις, οι παλιές λέξεις, τα ονόματα, τα αισθήματα, ο παλιός πόνος. Και σιγά-σιγά θα μπουν άλλες λέξεις -φρέσκες λέξεις- στη θέση τους.
Μια ακόμη απόπειρα για επιστροφή θα μπορούσε να αποβεί μοιραία και το ξέρεις. Αλλά σου λείπουν εκείνες οι γνώριμες λέξεις, εκείνη η ίδια γνώριμη σκέψη. Σου λείπουν τα χέρια σου που έγραφαν βιαστικά μα και αβίαστα την κάθε συλλαβή. Σου λείπει η άνεση. Τώρα ξαφνικά οι κινήσεις έχουν γίνει πιο βαριές... Τώρα ξαφνικά η εύκολη λύση είναι το λευκό χαρτί. Δε δηλώνεις τίποτα! Αλλά διάβολε ποτέ δεν είναι ό,τι δηλώνεις στα χαρτιά! Είναι πάντοτε αυτό που σε τρώει από μέσα... Τίποτε άλλο. Κι αυτό στην παρούσα φάση... Το γνωρίζεις μόνον εσύ.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

Χρόνος

Ο χρόνος είναι -ίσως- ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στη ζωή του κάθε ανθρώπου.
Ίσως επειδή... περνά ανύποπτα.
Μάλλον διότι... κυλά και χάνεται σαν αστραπή τη στιγμή που το θέλεις λιγότερο.
Κι όταν εύχεσαι να τελειώσει, αυτός μένει εκεί και σε παγιδεύει και σε αιχμαλωτίζει μέσα σ'ένα χάος, μια θλιβερή και ατέλειωτη αιωνιότητα.
Ο χρόνος είναι άπιαστος -κανείς δεν μπορεί να τον ελέγξει, να τον σταματήσει, να τον (ξανα)ξεκινήσει, να τον πάρει μπροστά ή και να τον φέρει πίσω. Κι ίσως αυτό είναι που τον κάνει τόσο πολύτιμο και πολυπόθητο από όλους. Σχεδόν όλοι τραγουδήσαμε κάποτε γι'αυτόν. Κι άλλες φορές τον καταραστήκαμε κι ευχήθηκαμε να μην υπήρχε ποτέ.
Έχω αρχίσει να δέχομαι ότι ο χρόνος δεν είναι εχθρός μου. Έχω αρχίσει να σκέφτομαι ότι ο χρόνος -αν και ενιαίος όντας- δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα μικρά και διαφορετικά κομμάτια από τα οποία αποτελείται η ζωή μου, η δική μου κι η δική σου. Ο χρόνος λοιπόν κυλά, είναι συνοδοιπόρος μου... Κι όσο αυτός κυλά, άλλοτε με σέρνει κι άλλοτε με παρασέρνει... Πότε γλυκά και πότε άγρια. Πότε σε θύελλες και μπόρες και πότε σε όμορφες και αξιοσημείωτες στιγμές του.
Καθώς οι μέρες περνούν λοιπόν, μιας και θα φύγω σύντομα και θα αλλάξω χώρο, φροντίζω να ξεθάβω κομμάτια δικά μου αγαπημένα από τον περασμένο χρόνο... Τον... σχετικά περασμένο χρόνο γιατί πάντοτε έτσι είναι μες το δικό μου το μυαλό, σ'αντίθεση με τον χώρο. Το χώρο μπορείς να τον τροποποιήσεις και να τον μεταμορφώσεις κι ακόμη μπορείς να μετατοπίσεις τον εαυτό σου από ένα σημείο του χώρου σε ένα άλλο. Το χρόνο όμως τον κουβαλάς και μέσα σου, τον βλέπεις από τα σημάδια που αφήνει κι απλώς μεγαλώνει κι επεκτείνεται. Ποτέ όμως δε σβήνεται -μονάχα αν το θελήσεις- αλλά κι αυτό νοητά θα γίνει. Πάντα βρίσκει ένα τρόπο να σου θυμίζει την ύπαρξη του -αν το θέλεις κι εσύ. Κι απλώς το μόνο που σου μένει να εύχεσαι είναι ο χρόνος που "ξοδεύτηκε" μέχρι τώρα να μην πήγε χαμένος, γιατί η φορά των δεικτών του ρολογιού δεν αλλάζει όπως δεν αλλάζει τίποτα απ' όσα βίωσες μέχρι αυτό το λεπτό που μιλάμε...

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Εγώ συλλογίζομαι, εσύ συλλογίζεσαι... ω σαλάτα!

Κάποτε σε μια παλαιότερη ανάρτηση είχα γράψει ότι δύσκολο δεν είναι να γκρεμίσεις, αλλά να χτίσεις... Τυγχάινει λοιπόν να το έχω πολλάκις επιβεβαιωμένο. Είχα επίσης γράψει ότι από τα χειρότερα πράγματα που θα μπορούσε να συμβούν σε μια -οποιαδήποτε- ανθρώπινη σχέση είναι το πότισμα αυτής με δηλητήριο. Τίποτα χειρότερο λοιπόν αγαπητοί αναγνώστες από αυτό. Και τούτο διότι σημαίνει τα εξής δύο πράγματα:
Πρώτον, το δηλητήριο θα πικράνει και τους δύο εμπλεκόμενους (εχτός αν είναι περισσότεροι), πράγμα αυτόν καθ'εαυτόν λυπηρόν.
Αλλά δεύτερον και χείριστον... Εάν το δηλητήριο προέρχεται από τρίτους (συνήθως έτσι και γίνεται) και εισχωρήσει εις τας φλέβας των εμπλεκομένων, σε σημείο που να τους προκαλεί αισθήματα οργής και θυμού, αποδεικνύεται, εν τέλη, ότι οι δυο εμπλεκόμενοι δεν είχαν αρκετήν εμπιστοσύνην ο ένας εις τον άλλον, ώστε να παρεμποδίσουν τέτοια πράξη. Οπότε, περιττό να το ειπούμεν, η σχέσις δηλητηριάζεται ακόμη περισσότερο όταν συμβαίνει μία διαπίστωσις ωσάν και αυτήν.
Σε κατάσταση θυμού και οργής αλλά και έξαρσης του εγωισμού οι εμπλεκόμενοι αρνούνται καθέτως να διαπραγματευτούν. Αν, δε, το αναλύσετε ακόμη περισσότερο θα δείτε ότι όλα τα προηγούμενα ανάγονται στη μέγιστη ανθρώπινη αδυναμία: τη βλακεία. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα και καλύτερα να το συζητήσουμε μίαν άλλη φορά.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

No more (dull) thoughts

"Could you just stop thinking that he would have made you happier?
You know that he wouldn't, he couldn't. Besides, you can never measure happiness and you know that, too. You're a smart girl, aren't you?
He wouldn't have made you happier. He would just make you happy in a different way.
And what about Love? Aww, love. Codswallop! Neither love, nor happiness could ever be measured.
And you just shouldn't compare the way you are loved by each person. Because it so happens that we are all made to feel and love differently.
How do you see Love? What are your expectations? Who's the one you'd perfectly fall for? In other words, what do you need to live in order to say that you once lived and loved someone? Is it something specific? Can you write it down? Can you draw it? Whisper it? Can you imagine it or even have a dream of it?"
Oh, can't you just put a full stop? You, little devil. Stop analysing everything around you. Things have taken their way. Everything has been sorted out, finally. So, please stop thinking. Stop asking me questions. You're not going to get any answers. The silly girl you knew has been and gone. It's high time she changed.
Now she's capable enough to lead a happy life, without you. It's always been you, keeping her busy. Blurring her sight, driving her mad. Enough. Now she's living with a heart, she doesn't need you anymore.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Έννοιες, έννοιες και πάλι έννοιες

"[Tώρα] δεν επιλέγεις ζωή..."
Αυτό το διάστημα το έχω "φοβηθεί" το γράψιμο.
Το μυαλό μου έχει βαλθεί να πιστεύει πως ότιδηποτε καταγραφεί τώρα, μεμιάς θα χάσει την αρχική του αγνή και ακατέργαστη μορφή, ότι θα υποστεί κάποια αλλοίωση, ότι μέχρι να βγει από την καρδιά μου και να φτάσει στο χαρτί θα έχει διαφοροποιηθεί.
Είναι που, τώρα δεν επιλέγω ζωή.
Κι αυτή η πρόταση είναι σωστή, από όποια πλευρά κι αν την αναλύσω.
Είναι όμως και το άλλο... Είναι που...Είμαι ευτυχισμένη. Κι είναι κάτι που δεν το ομολογώ συχνά. Είμαι ευτυχισμένη, όχι απλά χαρούμενη. Κι είναι κάτι που δεν το γράφω καν. Γι'αυτό το φοβήθηκα το γράψιμο. Λες κι αν το γράψω κάτω θα σταματήσει να ισχύει. Δεν αισθάνομαι ευτυχής για κανένα πολύ συγκεκριμένο λόγο. Απλώς νιώθω ότι κάποια πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους. Δεν το επέλεξα εγώ, εξάλλου τώρα δεν επιλέγω ζωή. Απλά, έγινε.
Κι αν χαθεί αυτή η ευτυχία; (θα μπορούσε κάποιος πολύ εύστοχα να ρωτήσει)
Λοιπόν, έχω μάθει πως τίποτα δε χάνεται αν δεν το αποφασίσεις εσύ ο ίδιος. Έχω μάθει πως υπάρχει η αιώνια ευτυχία. Και ξέρετε πώς αυτή εξασφαλίζεται; Με έναν πολύ απλό τρόπο: τη μνήμη. Η ευτυχία είναι το σύνολο των ωραίων στιγμών που έζησες. Αν τις κρατάς ζωντανές στη μνήμη σου, δε φεύγουν. Όχι στ'αλήθεια...

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

"Προς σύμπαντα κι ανώτερες υπάρξεις"

Κάποιες φορές τα πάντα πάνε στραβά.
Δε νομίζετε ότι το παρακάνετε όμως;
(λέω τώρα...)

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Ξεθάβοντας κομμάτια από έναν (περασμένο) εαυτό

Ημερολογίου απόκομμα, γραμμένο την εικοστή-δεύτερη ημέρα του Νοεμβρίου σε περασμένα χρόνια, ώραν εννέα και είκοσι-εννέα λεπτά του πρωινού:

Σ'είχε βάλει παντού κι εκεί (στην καρδιά) κι εκεί (στο μυαλό), όμως δε σ'ένιωσε σαν ουσία. Μόνο σαν κάτι άπιαστο, κάτι μακρινό αλλά πάντα όμορφο. Ίσως ακριβώς γι'αυτό να έμαθε επιτέλους πώς να κρατά κάτι για πάντα στη ζωή της ακόμη κι αν στην πραγματικότητα δεν είναι εκεί. [...] Η απόσταση δε θα σε σβήσει, στο υπόσχομαι. Απλά θα σκοτώσει όλους αυτούς τους δαίμονες που την βασάνιζαν κι ίσως κι αυτούς να τους θυμάται νοσταλγικά.

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Ξύπνησε η Κύπρος (;)


Σε στίχους Γιάννη Ρίτσου:
«Τέλειωσαν πια τα ψέματα –δικά μας και ξένα.
Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δεν μπορείς πια να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.
Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,
να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ – (για ποιον; Για μένα; Για τους άλλους;) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ’το θάνατό μου μια ύστατη γνώση,
Η γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.
[...] Ίσως και να μπορούσα να γλιτώσω. Ίσως μπορούσα ν’αντέξω την καταφρόνια ή τη συγγνώμη ή και τη λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; Κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας; Θα μπορούσα να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυά της;
[...] Το ξέρω: από δω κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες τον κόσμο. Μην κλαίτε. Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.
[...] Όλο σας αποχαιρετώ κι ακόμα μένω. Ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας
είναι η απόφαση του θανάτου μας, όταν υπάρχει κάποια διέξοδος, όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, και συ τον διαλέγεις σαν τιμή και σα χρέος για τους άλλους, πιο πέρα απ’ τις ανάγκες σου.
Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή νικάει και το θάνατο. Το ‘μαθα. »

Γιατί ο «Αποχαιρετισμός»;
Παρόλο που το εν λόγω ποίημα γράφτηκε από το Γιάννη Ρίτσο για τη θυσία του ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου εν καιρώ πολέμου, επιλέγω σήμερα τα συγκεκριμένα αποσπάσματα - εν καιρώ ειρήνης - για τους ήρωες που γνώριζαν το θάνατό τους και όμως δεν τον φοβήθηκαν στιγμή.
Επιλέγω αυτούς τους στίχους ως απάντηση σε όσους στενόμυαλους δεν μπορούν να δουν πέρα από το θάνατο –σε όσους δεν μπορούν ν’αντιληφθούν τη σημασία του δικού τους θανάτου, της δικής τους θυσίας. Γι’αυτούς που λένε «μα θα μπορούσαν και να σωθούν, γιατί δε σώθηκαν;» Η απάντηση είναι εδώ. Τουλάχιστον δείτε αυτούς τους θανάτους ως μια ευκαιρία για να προφυλάξετε και εσείς κάτι... Κάτι που κάθε άλλο παρά ασήμαντο είναι: την ελευθερία σας.
Η ελευθερία πάντοτε είναι δυνατή με μία βασική προϋπόθεση όμως: τη συνειδητοποίηση όλων. Σε ετούτο τον τόπο - δυστυχώς – πρέπει να διαπράττονται εγκλήματα για να φτάνουμε στη συνειδητοποίηση. Σε ετούτο τον τόπο – δυστυχώς – έχουμε μια επίμονη τάση να αγνοούμε τις «μέλισσες» που κεντρίζουν το παχύ μας δέρμα. Σε τούτο τον τόπο –δυστυχώς- πρώτα θρηνούμε νεκρούς κι ύστερα ξυπνούμε από το βαθύ μας λήθαργο.
Αυτό το μεγάλο κακό που μας βρήκε στις 11 Ιουλίου 2011, ας είναι και το τελευταίο μας «εγερτήριο». Αυτή τη φορά επιβάλλεται όλοι μαζί να πολεμήσουμε για την ελευθερία γιατί αυτό μας έκαιγε και μας καίει για αιώνες ολόκληρους –τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Το πρόβλημα ήταν –και είναι- πριν από όλα και πάνω από όλα πολιτικό.
Φτάνει πια οι κοκορομαχίες. Φτάνει πια οι στενόμυαλες αντιλήψεις.
Τι σημασία έχει αν είσαι κόκκινος, ή μπλε, ή πράσινος;
«Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε;»
Όλοι ψάχνουν... Να βρουν τον υπαίτιο, να επιρρίψουν ευθύνες, να ρίξουν το φταίξιμο στους «άλλους», στην αντιπολίτευση, στον τάδε και στον τάδε.
Κάντε το!!! Γιατί θα το κάνετε, ό,τι κι αν λέμε.
Ποιος στα αλήθεια ψάχνεται όμως; Ακόμα κι αυτή η τάση για αποποίηση των ευθυνών έχει πια καταντήσει κάτι εντελώς προβλέψιμο. Το φλέγον ζήτημα είναι το μετά –πάντα αυτό είναι.
Μετά τι; Το πρόβλημα είναι πολιτικό, όχι κομματικό. Το πρόβλημα αφορά όλους εμάς και τον καθένα ξεχωριστά. Ξύπνησε η Κύπρος; Διερωτώμαι επειδή δεν είμαι σίγουρη. Έχω τις επιφυλάξεις μου... Είναι καιρός να ξυπνήσει. Το πρώτο βήμα έγινε. Ειλικρινέστατα, θαυμάζω την ψυχραιμία τους - του Διοικητή και των δύο αυτών παιδιών –που ήξεραν, γνώριζαν τον πολύ πιθανό τους θάνατο- σας λέω ειλικρινά ότι στη θέση τους θα το ‘βαζα στα πόδια, θα δείλιαζα... Η θυσία αυτή ας σταθεί παράδειγμα, ας θεωρηθεί το πρώτο βήμα, για να γίνει ένα επόμενο και πιο ουσιαστικό. Η ελευθερία είναι δυνατή -και σταθείτε σε αυτό. Γεια σας.

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Κλείστε τα

Οκτώ νεκροί... Έκρηξη... Στρατόπεδο.
Σηκώθηκα μέσα στον πανικό χωρίς να είμαι σίγουρη αν επρόκειτο για κάποιο από τα παιγνίδια που σου παίζει το υποσυνείδητο λίγο πριν ξυπνήσεις. Χρειάστηκαν μόνο αυτές οι τέσσερις λέξεις για να ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί μου. Τίποτα περισσότερο.
Οκτώ νεκροί, έκρηξη, στρατόπεδο.
Τα παιδιά. Έτρεξα στην τηλεόραση που ήδη μετέδιδε τις τελευταίες εξελίξεις. Τίτλος ειδήσεων: "Ισχυρή έκρηξη με νεκρούς στη ναυτική βάση Ζυγίου". Τα δικά μας τα παιδιά είναι καλά -η αμέσως επόμενη σκέψη. Ησύχασα για λίγο.
Παρακολουθώ τις ειδήσεις και αρρώστησα. Σιχάθηκα... Έχω σιχαθεί την ανευθυνότητά μας (δε λέω "σας", αν και θα το ήθελα, δε λέω "σας", ίσως πονέσει περισσότερο). Για άλλη μια φορά το κακό επιστρέφει σε εμάς, σαν μπούμερανγκ... Είμαι θυμωμένη. Δεν ξέρω κι ούτε μπορώ να φανταστώ την τραγική έκταση της καταστροφής. Είναι τραγικό πάντως. Με όλη τη σημασία της λέξεως. Δε με νοιάζει για τα άψυχα χτίρια που έχουνε γίνει ερείπια. Μήτε αν δεν έχουμε ρεύμα. Μονάχα σκέφτομαι εκείνα τα παιδιά (καλώς ή κακώς, έτσι μάθανε, έτσι τα μάθατε, έτσι τα μάθαμε -να είναι παιδιά ακόμη). Τα σκέφτομαι που πανικοβλήθηκαν. Τα σκέφτομαι που έκλαιγαν με λυγμούς. Σκέφτομαι τι είδαν τα μάτια τους.
Θα μπορούσε να ήταν τα δικά μας παιδιά -τα δικά σας-, οι φίλοι μου, τα αδέρφια σας, τα ξαδέρφια σας.
Δεν ξέρω ποιος θα το διαβάσει αυτό. Λίγη αξία έχει. Για όσους δεν το έχουν καταλάβει... ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΑΙ. Θέλω να φωνάξω. Είναι άδικο. Είναι ανεύθυνο. Αν δεν μπορείτε να τα χειρίζεστε... Τότε κλείστε τα (ναι, μιλώ για τα στρατόπεδά σας).

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Τα όνειρα κάποτε βγαίνουν αληθινά

"Όταν τελικά σταματάς να προσπαθείς να παριστάνεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι τότε είναι που η λάμψη σου εκτινάσσεται και οι άνθρωποι αρχίζουν να σε πλησιάζουν".
Σε πλησιάζουν βέβαια οι άνθρωποι που δε φοβούνται να καούν από τη φλόγα σου, το φως σου, την αλήθειά σου.
Σ'ένα κόσμο που φοβάται το φως, υπάρχουν -ευτυχώς- ακόμη οι άνθρωποι που δε φοβούνται. Υπάρχουν ακόμη -ευτυχώς- στιγμές που ξεχειλίζουν από αλήθεια. Υπάρχουν -ευτυχώς- στιγμές που τις ζεις και γίνεσαι ένα μαζί τους. Υπάρχουν στιγμές απέραντες που όμως σου φαίνονται απειροελάχιστες, σχεδόν ανύπαρκτες. Υπάρχουν -ευτυχώς- στιγμές που δεν πιστεύεις στα μάτια σου. Υπάρχουν στιγμές που λες "αυτό δε γίνεται να συμβαίνει σε εμένα".
ΥΠΑΡΧΟΥΝ. Είναι πραγματικές. Κερδισμένος είναι αυτός που δε φοβάται την σκιά του, αυτός που δε φοβάται τα αισθήματά του. Αυτός που τολμά να "εκτίθεται" στο φως της αλήθειας. Κανείς δεν είπε ότι είναι εύκολο. Θέλει δύναμη και θέληση. Θέλει πολλή-πολλή δουλειά και φροντίδα. Θέλει καθημερινή καλλιέργεια. Και υπομονή. Και πίστη. Κι αν είστε τυχεροί και αισιόδοξοι, ένα να θυμάστε: "τα όνειρα κάποτε βγαίνουν αληθινά".

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Μεταμεσονύχτιες σκέψεις στην τρίτη

Ξέρετε... Κάποιες φορές αναρωτιέμαι πόσο πολύ μπορεί να διαφέρουμε πια εμείς οι άνθρωποι. Όχι στην όψη, ή στο στυλ, ή στους τρόπους συμπεριφοράς. Ούτε καν στην αντίληψη.
Σκέφτομαι πόσο διαφορετικοί είμαστε έξω από όλα αυτά και πίσω από τα τείχη που χτίζουμε γύρω από τους εαυτούς μας, για να τους προστατέψουμε...
Ετούτη ακριβώς την ώρα ξέρετε τι σκέφτομαι;
Σκέφτομαι γιατί στο καλό καταλήγω να χαλιέμαι για εκείνα που νομίζω ότι αγαπώ.
Σκέφτομαι ότι δε γίνεται να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος στον πλανήτη που πιστεύει ότι τα τείχη υπάρχουν και για να τα γκρεμίζουμε. Σκέφτομαι πόση χαρά κρατάμε έξω στην προσπάθειά μας να προστατευθούμε από τον ενδεχόμενο πόνο -τον δικό μας και των άλλων.
Η μαγική λέξη είναι  το "μέτρο". Πραγματικά όμως θα επιθυμούσα να μάθω ποιος το κρατά αυτό το μέτρο. Ή, αν τελικά, ο καθένας έχει από ένα και κόβει και ράβει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι. Τι είναι σωστό και τι λάθος; Και τι φταίει, αν δε φταίνε ούτε οι εποχές, ούτε οι άνθρωποι;
Ναι, τα έχουμε ξαναπεί, η απάντηση είναι μέσα μου. Πάντως εδώ και καιρό την αναζητώ αλλά δεν ανταποκρίνεται -λέτε να έχει πάει στο περίπτερο για τσιγάρα;
Σκέφτομαι ακόμη πως τα δάκρυα μας καμιά φορά υπάρχουν και για να μας τα σκουπίζει ένα χέρι -όχι το δικό μας. Για κάποιον περίεργο λόγο το μυαλό μου έχει βαλθεί να πιστεύει ότι τα δάκρυα δεν είναι μόνο τρόπος εκτόνωσης -του θυμού ή και της λύπης. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο πιστεύω πως τα δάκρυα υπάρχουν και για να μας τα σκουπίζει ένα χέρι. Ένα χέρι που για μας θα σημαίνει κάτι ξεχωριστό. Ίσως το ίδιο χέρι που τα "προκαλεί". Γιατί αυτά τα "άλλα" δάκρυα, είναι συνήθως, δάκρυα συγκίνησης.
Κ ί ν η σ η... Τι όμορφη λέξη. Γεμάτη ζωντάνια.
Σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να πεθάνω από τη συγκίνηση που προέρχεται από την αγάπη. Θα ήταν όμορφο να πέθαινα για την αγάπη, αλλά όχι από την αγάπη. Γιατί για κάποιον περιέργο λόγο τα τελευταία 18 χρόνια το μυαλό μου έχει βαλθεί να πιστεύει ότι η αγάπη δεν είναι δυνατόν υπάρχει στο Σύμπαν σαν μια ενέργεια (αυτο)καταστροφική. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι η αγάπη, πάντως δε τη φαντάζομαι ως τέτοια.
Τέλος, σκέφτομαι ότι καμιά φορά ίσως να μην είναι σωστό να φαντάζεσαι οάσεις μέσα στην έρημο και να χτίζεις παλάτια πάνω στην άμμο. Μ'άλλα λόγια δηλαδή, να πλάθεις κόσμους πέρα από την υπαρκτή πραγματικότητα. Κι ύστερα σκέφτομαι... Ποιος δεν το έχει κάνει έστω και για μια στιγμή στη ζωή του;
Σκέφτομαι ότι ο κόσμος μας δεν ήταν, δεν είναι και δε θα γίνει ποτέ ιδανικός και τέλειος.
Σκέφτομαι πως κάποιος λόγος θα υπάρχει που τα πράγματα γίνονται έτσι κι όχι αλλιώς.
Τι κρίμα που δεν μπορώ να καταλάβω. Κρίμα που δε δύναμαι να δώσω μια λογική εξήγηση για ό,τι βασανίζει το κούφιο μου κεφάλι.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Μονάχα εσείς

Πώς δεν αλλάζουν τα πράγματα -μάτια μου;
Είναι στροφή...
Στροφή, τριακόσιες-εξήντα μοίρες.
Κι όλα θα γίνουν στο πί και φί.
Αστραπιαία. Ακαριαία. Αιφνίδια.

Από το πιο μικρό, μέχρι το πιο μέγαλο, όλα θα αλλάξουν.
Το άπλετο φως θα μετατραπεί σε ένα τοπίο γκρίζο και μουντό.
Δε θα παραπονιέται για τη βροχή πια, αφού οι σταγόνες θα πέφτουν ασταμάτητα. Αυτές οι σταγόνες θα 'ναι μια πηγή νερού αστείρευτη. Θα τις ακούει που θα πέφτουν στο διψασμένο χώμα, θα τις νιώθει να βρέχουν το κορμί της και θα τις αισθάνεται όταν θα κατακλύζουν τη σκοτεινή ψυχή της.
Τίποτα από όλα αυτά δε θα τον θυμίζει.

Ακόμα κι όταν θα ελέγχει ασυναίσθητα το ρολόϊ της, οι δείκτες θα κινούνται σε άλλους ρυθμούς. Ποιος ξέρει, πώς θα κυλούν οι ώρες και τα λεπτά;
Οι άνθρωποι θα της μιλάνε μια άλλη γλώσσα. Στα αυτιά της, οι φθόγγοι των καινούριων λέξεων θα ηχούν παράξενα. Πουθενά δε θα βρίσκεται η δική του μελωδία. Θα μιλάνε μια άλλη γλώσσα, μια γλώσσα ξενική και φορτική που θα βουίζει όλη την ώρα στο κεφάλι της σαν κάτι άγνωστο. Θα τη μιλά κι εκείνη. Και σιγά-σιγά θα αλλάζει και θα μεταμορφώνεται. Άραγε όπως τις πεταλούδες που βγαίνουν από το κουκούλι τους; Ή μήπως θα μαράνει όπως μαραίνονται τ' απότιστα λουλούδια;
Τίποτα από όλα αυτά δε θα τον θυμίζει.

Κι όμως, στα διάφανα νερά της βροχής, κάτι μου λέει πως, θα τον βλέπει, κι ίσως ένα αταίριαστο χαμόγελο θα σκάει κάτω απ' τα χείλη της κρυφά.
Κι ίσως οι καινούριες λέξεις που θα ακούει, που θα σκέφτεται και που θα γράφει, ίσως αυτές να λύσουν τη γλώσσα της, που 'ναι δεμένη κόμπος, καιρό τώρα.
Εντούτοις, τίποτα από όλα αυτά δε θα δικαιολογεί τη θύμησή του.
Τίποτα, εκτός από τα μάτια της, γιατί "τα πάντα είναι θέμα οπτικής γωνίας".
Και μες στο δικό της βλέμμα, η όψη του έχει σφραγιστεί αιώνια.
Πώς δεν αλλάζουνε όλα... μάτια μου -μονάχα εσείς...

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

"Εμάς τα γραφτά μας είναι διαφορετικά"

"Tα γραφτά χρειάζονται κι αυτά καμιά φορά. Για να καταλαμβαίνω το μεταξύ. Γιατί τυπώνεις την ανάσα στο χαρτί καμμιά φορά κι όχι στην καρδιά και φεύγει και το προσωπείο της λεκτικής μας επαφής.

Γι αυτό μη σκίζεις πάντα τα χαρτιά σου κι ας θέλεις δύναμη γι αυτό.

Αντί για κάποιον που σε ξέρει και χωρίς αυτά, όχι για κάποιον τρίτο, είσαι η ίδια σύ μες στο χαρτί.

Για κάποιον που σε ξέρει και μπορεί να δει, κι έχει τη δύναμη να το παραδεχτεί. Γιατί συχνά με πιάνεις και πιανόμαστε, σε πιάνω και πιανόμαστε. Μονάχα σα σωπαίνουμε και όχι σα μιλάμε. Σαν είναι άδειο το μυαλό μου και σου ξεβιδωθούν τα μάτια. Αλλά δε συμβαίνει κάθε μέρα τούτο. Αλλά ακόμη είμαστε εκεί και τα γραφτά χρειάζονται κι αυτά. Εμάς τα γραφτά μας είναι διαφορετικά.

Αλλά χρειάζονται διά το μεταξύ μας. Για μένα που με ξέρεις. Για σένα που σε ξέρω.

Ανάποδα το γράφω απ’ ότι τόπα πριν. Για κάποιον τρίτο τα χαρτιά δε χρειάζονται καθόλου.

Όντως παρατήρησα κι αυτό. Στα γραφτά σου το τολμάς και ακουμπάς τα πάντα.

Και εμένα δεν τολμάς να μ’ ακουμπήσεις. Πάντως εγώ τολμώ και σ’ ακουμπώ. Δεν ξέρω ποιό είναι το καλύτερο ή κι αν είναι το ίδιο ακριβώς. Ή, αν υπάρχει το καλύτερο". ~Άσιμος Νικόλας



Κι άλλο δε μου 'μείνε παρά να γράφω... Γράφω τις λέξεις, όλες, μία προς μία, τις χαράζω βαθιά μες το μυαλό μου, τις κρατώ, δεν τις αφήνω.

Και τις κρατώ γερά και τις φροντίζω τρυφερά, τις διορθώνω, τις γράφω, τις σβήνω... Γράφω, σβήνω, γράφω, σβήνω. Δεν έχει τελειωμό.

Δε βάζω τελεία. Είναι περήφανες οι λέξεις μου, δε θέλουν στήριγμα στο τέλος. Χωρίς τέλος. Τίποτα δεν τελειώνει. Μονάχα οι σελίδες... Μα κι αυτές δεν τελειώνουν, μονάχα γυρνάνε. Και τις αφήνω, δεν τις κρατώ, καθώς περνά ο χρόνος, καθώς κυλούν οι μέρες, οι ώρες, τα λεπτά, γεμίζω τις σελίδες μου και τις παρακολουθώ καθώς γυρίζουν. Μόνες τους πια, δεν επεμβαίνω. Όχι άλλο.

Δεν παραιτούμαι, μονάχα βρίσκομαι σ'ένα διάλειμμα της ζωής. Κουράστηκα. Θέλω απλώς να γράφω, απλοϊκά... Αφήνω τις λέξεις να πέφτουν στο χαρτί, άλλοτε με το μελάνι κι άλλοτε σε μια αλλιώτικη μορφή -πιο υγρή, κατευθείαν από τα μάτια της ψυχής.

Γράφω για να σε καταλάβω, για να με καταλάβω κι ας ξέρω πως κάτι τέτοιο δε γίνεται τόσο εύκολα μπορετό. Κάνω αυτό που θέλω όμως. Κι είναι το μόνο που θέλω... Μονάχα ν'αφήνω τις λέξεις, γυμνές, απλές, χωρίς στολίδια, χωρίς περιτυλίγματα και μπιχλιμπίδια. Πρωτόγονες, μα ανθρώπινες. Παιδικές, μα αληθινές.

Αν-αρωτιέμαι

Κι όλα αυτά που ειπώθηκαν
πως σκόρπισαν στον άνεμο,
πως θάφτηκαν κάτω απ'τη γη,
πως χάθηκαν σε μια παράγραφο,
δε θέλω να πιστέψω.

Άραγε τόσο φτηνές είναι οι απαντήσεις που περιμένω ώστε να μην αξίζει καν να δοθούν;

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Μεταφράζοντας έννοιες

"Η αγάπη δεν είναι αρκετή".
-Μα αν δεν είναι αρκετή, τότε δεν είναι αγάπη.
Σωστό;
Ναι, πρόκειται για ένα ακόμη παιχνίδι με τις λέξεις.
Αλλά οι λέξεις αποκτούν το νόημα που τους δίνουμε.
Πάντοτε. Η αγάπη είναι αρκετή, έτσι αποδείχτηκε τουλάχιστον.
Αν δεν είναι, τότε γιατί να λέγεται αγάπη;
Γιατί να υποβιβάζουμε την έννοια της αγάπης αν δίπλα της θα τοποθετήσουμε κάποια στιγμή την έννοια της ανεπάρκειας;
Νομίζω πως ανεπάρκεια και αγάπη δεν πάνε μαζί. Η αγάπη ΕΙΝΑΙ αρκετή. Αρκεί, φτάνει, και περισσεύει. Τουλάχιστον πάντα έτσι τη φανταζόμουν, σαν μια πηγή χωρίς τέλος.
Κι η γνώμη μου είναι πως αν σε κάποιον "τελείωσε" και δεν του φαίνεται αρκετή, είναι επειδή προφανώς...
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ.
Θέλω να πω πως στην αγάπη μπορεί να υπάρχει αρχή, αλλά όχι τέλος.
Αλλά βέβαια, εδώ και πάλι είναι θέμα αντίληψης του κόσμου και των εννοιών. Οπότε, κάλλιστα ο καθένας θα φροντίσει να πει ότι η αγάπη έχει πολλά πρόσωπα και ότι δεν ορίζεται. Σωστό κι αυτό.
Ακόμα κι έτσι όμως, υπάρχουν πράγματα που φωνάζουν από μίλια τι ΔΕΝ είναι αγάπη. Κι ίσως αυτά λίγο  ή πολύ να ισχύουν για όλους. Η αδιαφορία για παράδειγμα σίγουρα δεν είναι αγάπη κι ούτε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ πώς στο καλό θα μπορούσε να είναι.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

(Don't) PANIC

Που θα πει (μην) πανικοβάλλεστε.
(Η παρένθεση μπήκε για ευνόητους λόγους).
Πανικός, πανικός, πανικός.
Μου φταίνε τα ρούχα μου.
Κι είναι πάντα αυτή η κλωστίτσα, αυτό το νήμα. Γιατί πρέπει να υπάρχει;
Τουλάχιστον, αν ήταν περισσότερες οι... κλωστές, θα υπήρχε μια περίπτωση να μην πανικοβάλλομαι.
Απλώς είναι πάντα αυτό το αίσθημα της μιας κλωστής, το "παρά τρίχα", το "πήγα στην πηγή και δεν ήπια νερό" κι όπως αλλιώς μπορεί να το εκφράσει κάποιος με λόγια τέλος πάντων.
Φαίνεται πως το οξύμωρο, είναι το "σχήμα" που μου ταιριάζει. Γιατί όσο αλλόκοτο, ή γελοίο, ή παράλογο κι αν σας φαίνεται... αυτό το, φαινομενικά, τόσο δα είναι που κάνει τη μεγάλη διαφορά. Δεν ξέρω στους άλλους πώς μπορεί αυτό να επιδρά κι ίσως να πρέπει να πάψω και να το σκέφτομαι γιατί τελικά οι σκέψεις των άλλων δεν είναι δική μου δουλειά. Όχι επειδή δε με νοιάζει, αλλά επειδή κάπου στο βάθος θέλω να σέβομαι το δικαίωμα των άλλων να έχουν τον "χώρο" τους και στα πλαίσια αυτού του προσωπικού χώρου ο καθένας δικαιούται να φιλοξενεί τις δικές του σκέψεις.
Καλά, αν τις μοιράζεται ακόμα καλύτερα. Αλλά εξακολουθεί να είναι θέμα του "άλλου", του "απέναντι", όχι δικό μου.
Αυτή η κάποια μας διαφορά εμένα προσωπικά με καίει. Δε με ενοχλεί, με καίει και με τσουρουφλίζει. Είναι δύσκολο. Ίσως αυτό είναι που μου προκαλεί τον πανικό. "Δύσκολο, αλλά όχι ανέφικτο", ψιθυρίζει βιαστικά εκείνη η γεμάτη σιγουριά φωνή. Κι ίσως είναι εκείνη που με κρατά, γιατί μέσα της κρύβεται η ελπίδα. Κι είναι σημαντική η ελπίδα, ή η πίστη, ή όπως θέλετε πείτε το. Η ελπίδα που εναποθέτεις πρώτα από όλα σε σένα, ότι μπορείς και θα τα καταφέρεις. Μετά είναι θέμα των άλλων. Όσο αλλόκοτα απλό κι αν ακούγεται.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Στη Βουλή ζητούν... σκυλάκια

Εδώ και μισό χρόνο περίπου, άρχισα να ενημερώνομαι και να παρακολουθώ τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας. Αν και δε διαθέτω εξειδικευμένες γνώσεις στην πολιτική, εντούτοις, θεωρώ ότι η κατανόηση και η διάκριση κάποιων βασικών όρων είναι εφικτή για τον κάθε πολίτη. Θέλω να πω ότι αυτοί οι κύριοι που νέμονται την εξουσία της χώρας δε βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα από τον απλό καθημερινό πολίτη.
Βεβαίως, από... οικονομικής απόψεως δεν αμφιβάλλω ουδόλως ότι περνούν ζωή και κότα (πάνω στην πλάτη μας φυσικά!) Στα επί της ουσίας θέματα όμως θεωρώ ότι κανένας από εμάς δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από αυτούς. Και τούτο, διότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι αδυνατούν να ξεχωρίσουν βασικές έννοιες, με βασικότερη αυτή της δημοκρατίας. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι εν έτει 2011 στην Κύπρο το πολίτευμα που υπάρχει είναι η δημοκρατία!
Βέβαια, η κάθε λέξη αποκτά κατά βάσην το νόημα και το περιεχόμενο που της αποδίδει ο έχων την εξουσία. Άρα γι'αυτούς είναι αυτονόητο ότι δημοκρατία είναι ένα και το αυτό. Ποιο "αυτό"; Αυτά που λέγουν και αποφασίζουν και πράττουν, αυτά λοιπόν θεωρούν ότι σχετίζονται με τη δημοκρατία. Το μόνο που δεν κατάφερα να καταλάβω ακόμη -και λύστε μου εσείς την απορία αν μπορείτε, είναι αν όντως αυτοί οι πολιτικάντηδες δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι η δημοκρατία σήμερα είναι ανύπαρχτη, άρα... να τους απαλλάξουμε λόγω βλακείας, ή αν εναποθέτουν τις ελπίδες τους στη δική μας βλακεία και περιμένουν να ενστερνιστούμε την κάθε μπαρούφα που ξεστομίζουν... (προσωπικά, τείνω λίγο περισσότερο προς τη δεύτερη εκδοχή!)
Αφού λοιπόν κατέθεσα τη δική μου άποψη ότι σήμερα δημοκρατία με την έννοια του "δήμου" που κρατεί την εξουσία στα χέρια του δεν υπάρχει, θεωρώ απαραίτητο να τεκμηριώσω και τη θέση μου. Ευτυχώς(!) παραδείγματα υπάρχουν πολλά, αλλά προς το παρόν θα ήθελα να σταθώ σ'ένα πιο πρόσφατο γεγονός, την εκλογή του προέδρου της Βουλής που πραγματοποιήθηκε στις 2 αυτού του μηνός. Η όλη διαδικασία μου φάνηκε τραγελαφική, αλλά αποκορύφωμα της απόλυτης υποτίμησης της νοημοσύνης μας κατ'εμέ, υπήρξαν οι δηλώσεις 2 βουλευτών του ΔΗΚΟ όταν πια είχε εκλεγεί στο "αξίωμα" του προέδρου της Βουλής, ο κύριος Ομήρου της ΕΔΕΚ, ο οποίος ήταν ανθυποψήφιος του κύριου Κάρογιαν, του ΔΗΚΟ.
Οι δύο συγκεκιμένοι βουλευτές λοιπόν, κυρία Αθηνά Κυριακίδου και κύριος Άγγελος Βότσης, ξεπρόβαλαν στο προαύλιο της Βουλής εξοργισμένοι και αναστατωμένοι από την "αποστασία" και την "προδοσία" του κύριου Κουλία, ο οποίος αντί να υποστηρίξει το κόμμα του, ψήφισε τον κύριο Ομήρου. Ο κύριος Κουλίας σε δηλώσεις του στο χθεσινό έντυπο της εφημερίδας Φιλελεύθερος(05/06/2011) απάντησε σχετικά με τις κατηγορίες που του επισυνάπτουν περί συνδιαλλαγής: "αυτό είναι προνόμιο και προσόν άλλων που ενομίσαν ότι το κόμμα είναι για να εξυπηρετεί τους ανθρώπους και όχι τις αρχές και αξίες. Εξάλλου, εγώ δεν νοούμαι να διαχωρίσω τα κόμματα από το συμφέρον ενός τόπου. Τα κόμματα έγιναν για να υπηρετούν τον τόπο και το λαό και όχι τις διάφορες καταστάσεις που κατά καιρούς έτυχε να βρεθούν στα διάφορα πόστα και τις διάφορες καρέκλες των κομμάτων".
Δημοκρατία εξάλλου σημαίνει έχω το δικαίωμα να εκφράζω τις θέσεις μου και -γιατί όχι- να διαφοροποιούμαι όταν κρίνω ότι το κοινό καλό του τόπου είναι άλλο από αυτό που υποστηρίζουν οι πολλοί. Φυσικά, εδώ χρειάζεται να γίνει ακόμα μία επισήμανση. Στη Βουλή δε ζητούν ανθρώπους που να έχουν το θάρρος της γνώμης τους. Στη Βουλή ζητούν... σκυλάκια και κατά προτίμηση, σκυλάκια που να μη "γαβγίζουν". Αυτό βέβαια, δεν είναι δημοκρατία. Αυτό λέγεται "σκάσε και ψήφισε αυτόν που θα σου υποδείξω, για να βολέψω κι εγώ τα συμφέροντα μου και για ν'αυξήσεις και εσύ τις πιθανότητες σου να επανεκλεγείς στις επόμενες βουλετικές, μπας κι αγοράσεις εκείνο το κότερο που έβαλες στο μάτι". Γιατί κακά τα ψέματα, η Βουλή αλλά και γενικά το κράτος έτσι έχουν καταντήσει. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επιχείρηση, στην οποία επικρατεί η λογική του "δούναι και λαβείν".
Θα ήθελα πραγματικά να δω τις αντιδράσεις των... προασπιστών της δημοκρατίας και του κοινού καλού, αν τους ανακοίνωναν ότι στη Βουλή θα συμμετείχαν όσοι πολίτες ενδιαφέρονταν, ΧΩΡΙΣ αμοιβή. Πόσοι θα έμεναν άραγε; Ιδού η απορία!

Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

"χωρίς εκπλήξεις"

η ανάμνηση
ενός ξεθωριασμένου προσώπου
μια φωνή που αργοσβήνει
η ηχώ που χάνεται στην Άβυσσο
κάτι βήματα που δε θ'ακουστούν.

Ησυχία...

φοβάται να χτυπήσει,
μπορεί και να (την) σπάσει.

όλο το φόντο όμως
κοσμείται απ'εκείνα...
γυαλιστερά και φωτεινά

Τι τραγική ειρωνεία...

να μένουν κουρνιασμένα μέσα σ'ένα σώμα
που δεν τα κατάλαβε.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Εδώ σε θέλω κάβουρα...

να περπατάς στα κάρβουνα!

"Ο έρωτας είναι πάθος, πόνος, ανασφάλεια, θάνατος, διάλυση, είτε απόλυτη παράδοση, είτε απόλυτος έλεγχος. Μέχρι θανάτου". Αν και, από μία άλλη άποψη, ίσως πιο επικρατέστερη τελικά, ο έρωτας δεν περιγράφεται. Κι είναι αλήθεια αυτό. Ή με άλλα λόγια, αν υπήρχε μία συνώνυμή του λέξη στο λεξικό δε θα χρειαζόταν κανείς να χρησιμοποιεί άλλες τόσες για να τον περιγράψει. Κι είναι και το άλλο... Ο καθένας από εμάς τον βιώνει μέσα στο χώρο και το χρόνο τόσο, μα τόσο διαφορετικά.
Πάντως, στην περίπτωση που ο έρωτας γίνεται ζήτημα "ζωής και θανάτου", "σκλαβιάς και ελευθερίας",  και γενικά όταν τείνει να κινείται ανάμεσα στις αντιθέσεις συνιστά όντως μία πρόκληση, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν και πτυχές του που ο μέσος άνθρωπος μάλλον δε θα τολμούσε ν'ανακαλύψει. Κι έπειτα, ακριβώς επειδή ποτέ δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων την εξέλιξη των πραγμάτων, υπάρχει πάντοτε κι εκείνη η δύναμη (αντίσταση δεν τη λένε και στη Φυσική;) που μας κρατά πίσω...
Κατά τον Καζαντζάκη, δε, "αγάπη δεν είναι συμπόνοια, μήτε καλοσύνη". Κι αυτό το εξηγεί  λέγοντας πως "στη συμπόνοια είναι δύο, αυτός που πονά κι αυτός που συμπονάει". "Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται". "Μα στην αγάπη είναι ένα". Και καταλήγει εκφράζοντας τη δική του άποψη για την αγάπη-έρωτα (δε θα κάνω διάκριση των δυο λέξεων στη σημερινή ανάρτηση): "αγαπώ, θα πει χάνομαι".
Αυτό το κομμάτι του "χάνομαι" είναι που προβληματίζει τους ανθρώπους όταν έρχονται αντιμέτωποι με τον έρωτα. Είναι αυτή η μαγική αλλά συνάμα μυστηριακή ατμόσφαιρα που προκαλεί το δέος και το φόβο. Γι'αυτό κι αυξάνονται οι χτύποι της καρδιάς σου και νομίζεις ότι από στιγμή σε στιγμή θα πεταχτεί έξω από το στήθος σου και θ'αρχίσει να σπαρταρά. Είναι αυτή η καινούρια αίσθηση-εντύπωση, ότι εισβάλλεις σε καινούρια, άγνωστα μονοπάτια. Είναι η επιθυμία σου να χαθείς μέσα σε ανεξερεύνητους λαβύρινθους και να νιώσεις το φως τους να απλώνεται σ'ολόκληρο σου το κορμί και να σε ζεσταίνει, να σε ευφραίνει.
Από την άλλη είναι και το "χάνομαι" με την κακή του έννοια: είναι ο φόβος μήπως χάσεις τον εαυτό σου, μήπως ξεχάσεις την αφετηρία σου, μήπως τελικά παρασυρθείς τόσο πολύ από το μεθυστικό άρωμα του έρωτα ώστε να βρεθείς στην απόλυτη παράλυση.
Γι'αυτό και κάποτε είναι καλό να επιβάλλεις στον εαυτό σου τη διαδικασία της απομυθοποίησης. Που θα πει, ξεκαθάρισμα θέσεων και καταστάσεων. Αδιαμφισβήτητα, είναι μια διαδικασία-καταναγκαστικό έργο, παρά κάτι ευχάριστο. Αλλά σίγουρα απαραίτητη. Πάντα απαραίτητη και ωφέλιμη, αν επιθυμείς να μην ξεχνάς ποιος είσαι, πού βαδίζεις και με ποιους. Είναι ίσως θα έλεγε κανείς η εκλογίκευση της αγάπης ή και η προσέγγιση της στην πραγματική ζωή πια. Είναι η ευθυγράμμιση μιας πορείας και φαντάζει δύσκολη, όπως το ίδιο δύσκολο είναι να απαιτείς από ένα κάβουρα να σταματήσει να κινείται πλαγίως, ενώ είναι το μόνο που έχει μάθει να κάνει μια ζωή.
Αυτό το ξεκαθάρισμα ίσως να είναι περισσότερο αναγκαίο για τον καθένα ξεχωριστά και προσωπικά -και το πιστεύω αυτό, ότι δηλαδή κάποτε φτάνουν στιγμές που ο καθένας επιθυμεί να στραφεί προς τον εαυτό του και να επαναξιολογήσει τα γεγονότα. Πρώτα από όλα "για την ψυχή του", για να μπορεί κι αυτή να "αποδίδει" καλύτερα και για τον ίδιο, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο γύρω του. Κι ύστερα, για να εξαφανιστεί πια αυτή η θολούρα και η ασάφεια. Φυσικά, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ίσως κάποιοι να αρχίσουν να αναρωτιούνται γιατί να δημιουργούν δεσμούς εφόσον αυτοί συχνά καταλήγουν σε ασυνεννοησίες και διαμάχες. Ίσως και ν'ανακαλύψουν ότι το ιδανικό δεν υπάρχει ως κάτι απτό μέσα στο σύμπαν. Αλλά και πάλι, η συγκεκριμένη διαδικασία της απομυθοποίησης βοηθά. Αν το σκεφτείτε και αντίστροφα και πιο θετικά βοηθά, γιατί ένα φαινομενικά καταδικασμένο και μεγαλεπήβολο όνειρο, ίσως τελικά εκλογικεύοντας το να συνειδητοποιήσετε ότι έχει ήδη πραγματοποιηθεί -ή αλλιώς, ίσως εκείνο το μεγάλο δρόμο που βλέπατε στην αρχή, να τον έχετε ήδη καλύψει και τώρα πια να βρίσκεστε ή στο τέλος του, ή στη συνέχεια, ή σε μια καινούρια αρχή. Ο οποιοσδήποτε επαναπροσδιορισμός πορείας πάντως είναι πάντοτε καθοριστικής σημασίας!

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Ξανά από την αρχή


Πριν καν τελειώσεις...

Ξανά. Από την αρχή.

Είναι δύσκολο.

Μετά... συνηθίζεις.

Κι αυτές, δεν κατεβαίνουν. Και καλά κάνουν.

Το χειρότερο απ'όλα είναι τα αναπάντητα ερωτήματα, στα οποία -έτσι κι αλλιώς- κανείς δε δύναται να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση.

"Όταν αυτοβασανίζεσαι, επικρατεί η λογική".
-"Αγαπάς για να αγαπάς. Αγαπάς για την αγάπη. Κι όταν πια πάψεις να πονάς, είναι γιατί η αγάπη σου ξεπέρασε τον πόνο. Πόνος που προκαλείται από τις εγωιστικές σου σκέψεις και τα ένστικτά σου. Βέβαια, δεν τα έχεις δαμάσει τελείως. Είναι στιγμές που επιστρέφουν".

Γι'αυτό, ξανά από την αρχή.
Μέχρι που να μην υπάρχει άλλος πόνος.
Μέχρις ότου όλα να τα μετατρέψεις σε μια ανάμνηση γλυκιά.

Διότι είναι το πώς τα βλέπεις τελικά. Το πώς θα πείσεις το μυαλό σου να τα βλέπει. "Η αγάπη είναι μια κατάσταση του μυαλού". Ή το δουλεύεις, ή σε δουλεύει.

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Κοιτάζοντας έξω από το τζάμι

Αν κάτι αλλάζει γύρω σου, πρέπει πρώτα να κοιτάξεις μέσα σου, λένε κάποιοι.
Κι αν κάτι αλλάζει μέσα μου; Τότε νομίζω ότι είναι πρέπον να κοιτάξω και γύρω μου. Βέβαια, όλα αυτά είναι σχετικά. Σε συνάρτηση με το τάδε και το τάδε. Αν είσαι παχύδερμος, για παράδειγμα, στην περίπτωση που κάτι αλλάζει μέσα σου δε χρειάζεται να κοιτάξεις γύρω σου μιας και δε σε επηρεάζουν οι "εξωτερικοί" παράγοντες. 
Καλώς ή κακώς, μέχρι τώρα στη ζωή μου έμαθα να κάνω και τα δύο. Ίσως όχι τόσο τέλεια και ισορροπημένα και ραφιναρισμένα. Σας είπα ξανά εξάλλου πως δεν έχω τρόπους. "Είναι τόσο μεγάλος ο καημός κι είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμε..." Αυτή η σκέψη μου έφερε δάκρυα στα μάτια, δε σας το κρύβω -γιατί να σας το κρύψω; "Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος;" Και βέβαια, "πρώτη και καλύτερη" είμαι εγώ, μικρή κι αξιολύπητη. Γιατί τα δάκρυα μου κυλήσανε καθώς σκεφτόμουνα το δικό μου τον καημό, που ίσως για κάποιον άλλο να ήταν κι ευτυχία. Κι ύστερα, άφησα κι άλλα δάκρυα να πέσουν χάμω καθώς έβλεπα ένα σωρό από ανθρώπους να παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μου.
Σωρός, σωστά το διαβάσατε. Διότι μου φάνηκαν όλοι τόσο πολλοί κι απέραντοι, σχεδόν ατελεύτητοι. Κι ο καθείς, έπαιρνε το δικό του δρόμο. Άλλοι έφευγαν κι άλλοι έφταναν. Κι υπήρχαν κι άλλοι που έμεναν ασάλευτοι κι αγνάντευαν το απόλυτο κενό. Κι όμως, ακόμη κι αυτός ο σωρός κρύβει μια μαγεία μέσα του. Θα 'να ίσως επειδή είμαστε όλοι τόσο μαζί αλλά και τόσο χώρια, ένας προς έναν, πλέκουμε την αλυσίδα του καημού... Κι ο καθένας κουβαλά τη δική του ιστορία -αν νοιαστείς αρκετά  ώστε να την ανακαλύψεις. Δεν είναι αξιοθαύμαστο αυτό; 
Πιστεύω -το πιστεύω πολύ αυτό- πως ο καθένας κάτι έχει να πει. Κι ίσως να μην τα καταφέρει ή να μη θελήσει ή να μην μπορεί να το πει σε μένα, μα κάποια στιγμή σίγουρα θα το πει σε σένα ή σε κάποιον άλλο. Και συνάμα, θα έχει άλλα τόσα να πει -όμως θα μένουν ανείπωτα. Κι ίσως αυτά να μείνουν για πάντα στον αιθέρα, αφημένα ελεύθερα, θα περιφέρονται στην αιώνια φύση ή ακόμη, ίσως να μείνουν εγκλωβισμένα ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους ή εγκαταλελειμμένα σε κάτι χαλάσματα. Και τ' άψυχα μαζί με τη φύση, θα έχουν το προνόμιο να γνωρίζουν, όσα, εμείς, οι άνθρωποι δεν καταφέραμε ποτέ να αρθρώσουμε με λέξεις...
Κι είναι πάντα αυτό, είναι πάντα αυτή η αντίφαση του κόσμου που με κομματιάζει. Κάποιες φορές τον σιχαίνομαι που κινείται μια στο ψέμα και μια στην αλήθεια, μια στη χαρά και μια στη μιζέρια, μια στο κρυφό και μια στο φανερό... Τον σιχαίνομαι αφάνταστα γιατί μου προκαλεί πόνο. Γιατί είμαι μικρή κι εγώ κι έχω φόβους κι ανασφάλειες και αμφιβολίες. Γιατί σήμερα μπορεί να πιστεύω ακράδαντα ότι αγάπησα κι αγαπήθηκα κι αύριο... ποιος ξέρει πώς θα σκέφτομαι και πώς θα νιώθω! Πώς θα νιώθουν οι άλλοι, αν θα βρίσκουν το χρόνο να σου ρίξουν ένα βλέμμα, να σου πουν μια ζεστή κουβέντα, να κάνουν πράγματα απλά, καθημερινά, όπως άλλοτε. Κάτι τέτοιες ώρες εύχομαι ν' άνοιγε η γη και να με έριχνε στα έγκατά της μια για πάντα. Κάτι τέτοιες ώρες θα 'θελα να μη βλέπω, να μην ακούω και προ πάντων να μην αισθάνομαι τίποτα...

Άτιτλο

Δεν τα κοιτάζω τώρα πια
γιατί δε μου μιλούνε

Άραγε δεν το θέλουνε,
ή μήπως δεν μπορούνε;

Το χρέος των ετέλειωσε
και δε με συμπονούνε

Μα αν χρέος το ελόγιζαν
και δε με υπολόγιζαν

Τη γνώμη τους ν'αλλάξω
δεν μπορώ -μήτε και ωφελεί θαρρώ.

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Ελβετία

Θέλω να φωνάξω. Θέλω να φωνάξω γι'αυτά που με βαραίνουν. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι συνειδητά επιλέγω να σπαταλώ το χρόνο μου κάνοντας... τίποτα. Κι ωραία, αυτές είναι οι επιλογές μου και δε μετανιώνω. Απλώς κάπου στο βάθος του μυαλού μου υπάρχει κι εκείνη η "αντιπολίτευση" που μου σιγοψυθιρίζει ότι ίσως και να πρέπει να εγκαταλείψω αυτή την πολιτική της απόλυτης αδράνειας. Όταν βέβαια θέλεις κάτι δε σου φαίνεται λογικό να το εγκαταλείψεις σαν ιδέα, ή σαν σκέψη ή σαν αίσθημα. Δεν το εγκαταλείπεις, ειδικά όταν έχεις τόσους λόγους που σε κρατούν εκεί. Ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερη ανάγκη από το ιδανικό. Σωστό. Κυνηγάς την ουτοπία σου και ας μη σου βγει ποτέ. Τρέλα; Ίσως. Και τι κερδίζεις; Το δρόμο.
Κι αν ο δρόμος δεν προχωρά; Τότε, ναι, φτάνεις στην αδράνεια. Και σε ενοχλεί αυτό -με ενοχλεί. Με ενοχλεί όχι γιατί δεν έμαθα να δίνω χρόνο στους άλλους, αλλά γιατί αυτός ο χρόνος μου φαίνεται μια αιωνιότητα. Η μεγαλύτερη τέχνη είναι να ξέρεις πότε να φεύγεις. Εγώ δεν ξέρω. Δεν έχω μάθει ακόμα να φεύγω. Ίσως για όλα να φταίει το ξερό μου το κεφάλι.
Τώρα, όχι, δε θέλω να φύγω. Δε νιώθω ότι θέλω να φύγω. Κι όμως, δεν κάνω και τίποτα για να μείνω. Κι αυτό το λέω γιατί υπάρχουν χίλια-δυο πράγματα που θα ήθελα να πω και να κάνω, αλλά τελικά συμβιβάζομαι με το απόλυτο τίποτα. Ουδέτερη όπως η Ελβετία! Τελικά όμως, η ουδετερότητα δεν είναι θέση. Είναι μη-θέση, μη-ενεργητικότητα, μη-ζωή. Θάνατος. Θάνατος αργός και βασανιστικός. Μέχρι που να ξεχάσεις τα όνειρα που είχες. Μέχρι που να σβήσει και η τελευταία σου προσδοκία. Μέχρι που να σταματήσω να σκέφτομαι ότι σε χρειάζομαι.

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Συλλογισμοί...

Σκέφτομαι πως σ'ολόκληρο το γαλαξία αυτό που ένιωσα ήταν μοναδικό. Όχι γιατί είναι κάτι πρωτόγνωρο ή γιατί δεν το 'νιωσε κανένας άλλος. Αντίθετα, σχεδόν όλοι κάποτε το νιώθουν. Κι όμως, αυτό δεν το κάνει να είναι λιγότερο μοναδικό, γιατί κανείς δε θα το νιώσει ή δεν το 'νιωσε με τον δικό μου τρόπο. Όπως κι εγώ δε θα μπορούσα να το νιώσω με έναν άλλο τρόπο, ένα τρόπο διαφορετικό.
Συλλογίζομαι βέβαια πως ο δικός μου τρόπος ίσως να μην είναι και ο καλύτερος... Ίσως να μην είναι ο σωστός, ο σοφός τρόπος... Ο προσεγμένος, ο ραφιναρισμένος, ο εκλεπτυσμένος. Σκέφτομαι πως κάπου το πάθος μου ατίμωσε τις όμορφες στιγμές. Εκείνες που ίσως και να προτιμούσες να τις άφηνα στη σιωπή, σκέψεις που ίσως και να ευχόσουν να τις άφηνα ανείπωτες κι ανέκφραστες.
Κι όμως, λέγοντας κάποια πράγματα, ήταν λες και τ'άφηνα να αποκτήσουν μορφή κι υπόσταση κι ας κατέληγαν στον αιθέρα. Θαρρώ πως εκεί είναι ο τόπος τους... Μήτε στη γη, μήτε σε κάποιο λιμάνι ασφαλές... Μονάχα εκεί, θα μετεωρίζονται, όπως μετέωρη είμαι κι εγώ τώρα, ανάμεσα στο τίποτα και τα πάντα, στη ζωή που έζησα και φεύγει και σ'αυτήν που έρχεται και δεν τη γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι πως αγάπησα πολλά σε σένα. Την εξυπνάδα σου, την σπιρτάδα σου, τη φλόγα σου που καίει, κι ήτανε όλα μες τα μάτια σου. Αρκούσε να σε κοιτάξω μια στιγμή και γνώριζα γιατί σ'αγαπώ.
Έχω τους λόγους μου... Τις έχω όλες τις απαντήσεις στα γιατί κι αμά τις χρειαστείς θε να στις δώσω... Ίσως πάλι να μη θες να ξέρεις. Ίσως πάλι να μην υπάρχει λόγος να σου πω. Αν και πάντα θα 'χω κάτι να σου λέω, κι ίσως να μην το λέω δυνατά, ίσως να μην στο λέω κοιτάζοντας σε στα μάτια. Μα θα το λέω μέσα μου. Πως κάποτε έζησα πάνω σε τούτη τη γη και σε αγάπησα. Πως κάποτε κάποιος μου άγγιξε την σκοτεινή μου την ψυχή. Κι ίσως για σένα να 'ναι λίγο αυτό, ίσως να μην αρκεί, μα εμένα μου φτάνει και μου περισσεύει.
Δεν έχω τίποτα να ζητήσω, κέρδισα περισσότερα από όσα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Κι ίσως κάπου βαθιά να με πονάει πως τώρα πια μόνο στην τύχη θα 'χω να ελπίζω. Γιατί έχω ανάγκη να ελπίζω πως κάποια μέρα θα τη νιώσω ξανά μέσα μου την λάμψη των ματιών σου. Κι αν πάλι δεν έλθει αυτή η μέρα, θα προσπαθήσω όσο μπορώ να την κρατήσω άσβεστη τη λάμψη αυτή -αιώνια. Γι'αυτό και γράφω, γι'αυτό κι έγραφα, από την έγνοια μου, μη σε χάσω, μη σε ξεχάσω, μη γελαστώ ποτέ μου να πω πως δεν υπήρξες. Πως δεν υπήρξα, όπως υπάρχω τώρα. Κι όμως, αυτή τη νύχτα συλλογίζομαι πως οι πιο γεμάτες, οι πιο αληθινές μου στιγμές σε κανένα χαρτί δε θα καταστεί δυνατόν να γραφτούν. Θαρρώ πως είναι αδύνατον να χωρέσουν όλα ετούτα μέσα σ'ένα άψυχο κομμάτι από χαρτί...

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Τι θα μου λείψει από το σχολείο

Θα μπορούσατε ελεύθερα να με αποκαλέσετε μαζοχίστρια και κακόγουστη μόνο και μόνο για τον τίτλο της ανάρτησης. Για διάφορους λόγους. Καταρχάς, επειδή όλοι θεωρείτε -ή τελοσπάντων σχεδόν όλοι- ότι δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να σας λείψει από αυτό το χώρο, στον οποίο «βασανίζεστε»  καθημερινά, εδώ και δώδεκα χρόνια.
Ή επειδή υπήρξε ένας χώρος που λόγω των διαδικασιών και του τρόπου λειτουργίας του αρκετές φορές περιόρισε την ελευθερία σας. Ή, επειδή απλώς η συνεννόηση, η κατανόηση, η αλληλεγγύη και άλλες... αξίες όπως η δημοκρατία, ο σεβασμός και η ισότητα, αξίες που «διακηρύττονται» στα βιβλία, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ έμπρακτα.
Και... θα μπορούσα να γέμιζα ολόκληρες σελίδες για τα αρνητικά του σχολείου, όπως θα μπορούσατε και εσείς και ο καθένας. Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μου.
Ο άνθρωπος, συνήθως, αντιλαμβάνεται  αλλιώς αυτό που εκλείπει από την προσωρινή απώλεια. Είναι κάτι οριστικό, κάτι το οποίο δεν υπάρχει δυνατότητα να γυρίσει πίσω και ούτε υπάρχει τρόπος να επιστρέψεις εσύ σε αυτό. Επέλεξα λοιπόν να βάλω τον εαυτό μου σε αυτή τη διαδικασία, τον άφησα να «δουλέψει» το αίσθημα της οριστικής απώλειας. Οπότε μπορώ να πω με σιγουριά, τι θα μου λείψει από το σχολείο.
Ναι, ωραία, θα μου λείψουν και τα διαλείμματα και τα σκασιαρχεία και οι πλάκες και τα πειράγματα μεταξύ των συμμαθητών. Ακόμα, ίσως, και οι ώρες που έμοιαζαν να μην έχουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα, ακόμα κι αυτές πιστεύω πως κάποτε θα μου λείψουν.
Θα μου λείψουν πιο πολύ οι άνθρωποι όμως. Θα μου πείτε, οι άνθρωποι είναι παντού και πάντα. Πιστεύω όμως ότι οι άνθρωποι που σου έδωσε την ευκαιρία το σχολείο να γνωρίσεις, θα σε συνδέουν πάντοτε με μια πιο ιδιαίτερη περίοδο. Επειδή, καλώς ή κακώς, το σχολείο βρίσκεται στα αρχικά στάδια της ζωής σου. Επειδή καλώς ή κακώς, εκεί ένιωσες τα πρώτα μαύρα ρίγη να σε διαπερνούν σα μαχαίρια.
Επειδή υπήρξαν φωνές που σε έκαναν ν’ανατριχιάσεις και να ριγήσεις. Επειδή υπήρξαν άνθρωποι που ήταν πρόθυμοι -κι άλλοι όχι τόσο ίσως- να σε βοηθήσουν να ανακαλύψεις καλύτερα τον εαυτό σου. Άνθρωποι και φωνές που θ’αντηχούν τα λόγια τους βαθιά μες την ψυχή σου, εκεί, όπου χαράχτηκαν από την πρώτη στιγμή.
Θα μου λείψουν οι άνθρωποι που αγαπούν τη γνώση, αυτοί που ξέρουν να χειρίζονται κάθε λέξη -από την πιο μικρή μέχρι τη μεγαλύτερη- με μια ιδιαίτερη τρυφερότητα, αυτοί που απάγγελαν ποίηση (τώρα πια, ποιος θα μας απαγγέλει τόσο ωραία;)  
Θα μου λείψουν οι έξυπνες συζητήσεις, αυτές που έπρεπε να ζορίσεις το μυαλό σου και να το κουράσεις,  που σ’άφηναν ξάγρυπνο κάποτε, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να βρεις μια απάντηση κι ένα επιχείρημα.
Θα μου λείψουν μορφές, χαμόγελα, πράγματα που δε θα γυρίσουν πίσω.
Πράγματα που θα ‘χω να θυμάμαι πια από σκόρπια βιβλία και περιοδικά.
Και πάλι, τίποτα δε θα ‘ναι όπως τώρα. Θα μου λείψουν όλα αυτά γιατί δε θα ξαναγυρίσουν πίσω. Και θα κοιτάξω μπροστά, μα τα μάτια μου θα στρέφονται και πίσω. Κανένα μέλλον δε γράφεται δίχως το παρελθόν. Κάποια πράγματα δεν ξεχνιούνται. Δεν πρέπει να ξεχνιούνται. Ή μάλλον, δε γίνεται. Γιατί τα ζήσες... Και όσα τα ζήσατε με την καρδιά σας, να ‘στε σίγουροι πως ποτέ δε ξεχνιούνται.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Αλήθεια vs ονείρων

Αλήθεια vs ονείρων, 1930
  
«Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μού παιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μεσ’ ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαρειά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! Aν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την oνόμασε χήρα…
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θά θελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε… - ούτ’ από μας ούτ’ απ’ τους άλλους - δεν τόλμησε να ξεφύγει απ’ το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει». -Μαρία Πολυδούρη


Αλήθεια vs ονείρων, 1976

«Και τα πουλιά μου δεν ήρθανε πια -δεν είναι να ξαναρθούνε, το ξέρω. Και σηκώνομαι ωστόσο και φεύγω πάλι. Δεν έχω δέντρο. Είναι ένας τόπος ερημικός και χέρσος κι αγριωπός εδώ παρακάτω. Εκεί πάω. Και το βάζω πάλι το κεφάλι μου μέσα στα χέρια μου και κάθομαι κουβαριασμένη, όπως πρώτα, σα να 'τανε να 'ρθουνε πάλι. Κάποτε, στην αρχή, μου φάνηκε μια στιγμή πως τ' άκουσα πάλι το βούισμα τους, πως ήταν να 'ρθουνε. Και δεν ήταν, δεν ήρθαν - μα να τ'ανοίξω τα μάτια μου δεν τολμούσα. Φοβόμουνα πως θα τα δω γύρω μου σκοτωμένα. 
Και πάω και τώρα. Σ'αυτόν τον ίδιο τον τόπο. Δεν τα περιμένω -και πάω. Και δεν φοβάμαι ν'ανοίξω τα μάτια μου να τα δω σκοτωμένα - τα 'χω σκοτωμένα μέσα μου». -Δημήτρης Χατζής μέσω της "Αναστασίας"

Αλήθεια vs ονείρων, 2011

Γιατί λοιπόν ονειρεύονται οι άνθρωποι; (Όσοι ονειρεύονται δηλαδή). Είναι γιατί υπάρχει η αλήθεια. Υπάρχει η σκληρή αλήθεια τούτου του κόσμου. Κι όσο δυνατός κι αν είσαι έχεις ανάγκη να ονειρεύεσαι, να πλάθεις ένα κόσμο έξω από αυτή την συχνά πικρή αλήθεια. Είναι τότε που αρχίζεις να ζεις μες τον "ονειρόκοσμό"σου, παρέα με τα πουλιά σου. Ή ζεις προσμένοντας και ελπίζοντας για το ιδανικό, όπως το 'χεις δουλεμένο μέσα σου. Κι όμως, κάπου εδώ, νομίζω ότι χρειάζεται να κάνουμε ένα σημαντικό διαχωρισμό ανάμεσα στην αλήθεια και στα όνειρα. Αλήθεια είναι αυτό που βιώνεις. Όνειρο είναι αυτό που φαντάζεσαι. Οπότε, αυτά τα δύο δεν συμπίπτουν. Υπάρχουν άνθρωποι που το καταφέρνουν και αυτά τα δυο τα κάνουν ένα. Γίνεται κι αυτό κάποτε. Άλλες φορές πάλι, τα όνειρα μένουν απλά όνειρα -γι'αυτό εξάλλου ονομάζονται όνειρα κι όχι αλήθεια. Κι ακόμη, μη σας γελούν οι εποχές. Μόνο αυτές αλλάζουν. Οι άνθρωποι ποτέ. Γιατί πάντα θα υπάρχουν αυτοί που ονειρεύονται, εκείνοι που φοβούνται την ίδια τους τη σκιά, οι ζωντανοί-νεκροί, οι ηττημένοι... Κι όλοι θα την εζήσουνε τη ζωή, έστω και διαφορετικά. Μα, είναι αυτή η κάποια διαφορά που θα της δώσει ή όχι το νόημα. Και ξέρετε, η ζωή δε θα 'πρεπε να μετριέται με τα χρόνια... Μονάχα με τις στιγμές που έζησες ή ακόμη, με εκείνα τα όνειρα που σε βοήθησαν να διατηρήσεις την ανθρώπινή σου υπόσταση, γιατί όντας άνθρωποι μόνο ως τέτοιοι μπορούμε να ζούμε.

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Περί σιωπής ο λόγος...

Κάποιες φορές η σιωπή σε πονάει βαθιά. Αλλά κάποιες φορές δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς. Θα μου πείτε, ζούμε στον 21ο αιώνα, τον αιώνα της "εξέλιξης" και της "προόδου". Ο άνθρωπος είναι "απελευθερωμένος" και υπάρχει ελευθερία του λόγου. Αμ δε. Σας γελάσανε. Κάποιες φορές πρέπει να σωπαίνεις για χάρη του συστήματος, για να εξακολουθούν οι άνθρωποι να ζουν στο ψέμα τους, μήπως και αναστατωθεί η ζωή τους, μήπως κι αλλάξει η νόρμα τους, μήπως και τελικά καταφέρουμε να πούμε ότι ακόμη υπάρχουν οι ανθρώπινες σχέσεις και ότι τίποτα δεν είναι χαμένο.  Κι είναι άσχημο, ειδικά όταν έχεις τόσα πολλά να πεις. Κι ακόμα πιο άσχημο είναι όταν αυτά που έχεις να πεις είναι από τα ομορφότερα πράγματα που κρύβεις μέσα σου. Και δεν είναι εύκολο να τα πεις, γιατί οι άνθρωποι φοβούνται. Τελικά, υπάρχει η κατάλληλη στιγμή; Ποιος την καθορίζει; Πάντως όχι εμείς... Οποιοσδήποτε άλλος, εκτός από εμάς. Κι αυτό είναι που πληγώνει τη σιωπή σου περισσότερο. Κι απλώς περιμένεις τη μέρα που θα λυθεί και τότε θα μπορείς να μιλάς ελεύθερα. Και θα λες τα πράγματα με τ' όνομά τους πια. Χωρίς υπονοούμενα, χωρίς γρίφους ή υπαινιγμούς. Αληθινά. Γιατί όλα είναι θέμα αλήθειας. Και αξίζει να τη διεκδικείς. Πιστέψτε με, η σιωπή λέει βαριές κουβέντες καμιά φορά...

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Προς... ομοιοπαθείς

Αν ήτανε να εκπληρωθεί
μια ευχή μου αυτό το βράδυ,
θα ήθελα να έβρισκα
διάχυτο φως κι όχι σκοτάδι.
Θα ήθελα να έμενες,
κοντά μου λίγο ακόμα
κι ας είμασταν μικροί πολύ
για όλης της γης το σώμα.
Θα ευχόμουν να σε άκουγα,
γλυκά να ψιθυρίζεις
πως το εγώ, εσύ έγινε
και πως θα με φροντίζεις!
Θα 'θελα να σε άγγιζα,
να σε γλυκοφιλούσα
κι ύστερα μάτια μου γλυκά,
αν έτσι ορίζουν τα γραφτά,
θα σ'αποχαιρετούσα.

30/04/2011 23:34

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Ρόλοι

Σε κάποια φάση της ζωής σου, συμβιβάζεσαι. Αν κατάφερες να συμβιβαστείς με τους υπόλοιπους, σημαίνει ότι πρώτα συμβιβάστηκες με σένα. Δέχεσαι κι αναγνωρίζεις αυτό που είσαι -όσο μπορείς να γνωρίζεις ποιος είσαι. Κι ύστερα, είναι πιο εύκολο να δεχτείς και τους γύρω σου όπως είναι. Κι έπειτα, αποδέχεσαι τις καταστάσεις όπως είναι.
Κι έτσι για λίγο η ζωή σου αποκτά ένα τόνο πιο ήπιο... Για λίγο, μένεις στο παρασκήνιο. Κι απλώς είσαι θεατής. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι αρκετά ψύχραιμοι και θαρραλέοι, ώστε να το καταφέρνουν σχεδόν πάντα αυτό. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν αντιδρούν ή δεν διεκδικούν αυτά που θέλουν. Απλώς, έχουν μια διακριτικότητα, γι'αυτό, ακόμη κι αν δρουν γίνεται πάντα παρασκηνιακά. Βέβαια, καθένας κουβαλά κι ένα κομμάτι του εαυτού του που θέλει να ενσαρκώνει τον εκάστοτε ρόλο και όχι να τον βλέπει να εκτελείται από κάποιον τρίτο.
Οι ρόλοι της πραγματικής ζωής όμως δε δίνονται. Κερδίζονται. Το πώς δεν το ξέρω κι ούτε θα ήθελα να επεκταθώ σε αυτό. Στην πραγματική ζωή υπάρχουν χίλιοι-δυο παράγοντες και χίλιες-δυο συνθήκες κι ακόμη, εγώ μπορεί να ορίζω μια έννοια με έναν Α τρόπο, ενώ να εσύ την ορίζεις με έναν Β τρόπο. Ακούγεται περίπλοκο έτσι; Ίσως και να είναι. Το βασικό όμως είναι πως είναι μαγικό. Η μαγεία υπάρχει διάχυτη στη ζωή μας. Ασχέτως αν αυτό δε μας βγαίνει πάντα σε καλό.
Κερδίζονται λοιπόν οι ρόλοι. Κι ο καθένας είναι υπεύθυνος να τους κερδίσει με το δικό του αγώνα και τη δική του αλήθεια -αν θέλει να "παίξει" τίμια και δίκαια βέβαια. Κάποιες φορές όμως ο άνθρωπος αν και γνωρίζει εκ των προτέρων το αποτέλεσμα, εντούτοις, συνειδητά επιλέγει να μην αποσυρθεί, να μην τα βάλει κάτω. Να μην συμβιβαστεί. Είναι γιατί ξέρει πως μπορεί κάτι να πάρει από κάποιον ρόλο που ίσως και να μην του αρμόζει. Κι ίσως αυτό το κάτι να 'ναι σημαντικό για το "μέσα" του και για την μετέπειτα του εξέλιξη στο χώρο και στο χρόνο. Υπάρχει φυσικά και το περιθώριο να κάνει λάθος.
Αλλά ακόμη και τα λάθη είναι σχετικά...
Άλλες φορές ο άνθρωπος κοιτάζει τόσο επίμονα σε μια κατεύθυνση, που φθάνει στο σημείο να αγνοεί όλες τις άλλες. Κι έτσι, χάνει την ευκαιρία να δει πώς θα ήταν σε άλλους ρόλους. Βέβαια, νομίζω πως δεν ωφελεί να πειραματίζεσαι με ρόλους, αν ήδη γνωρίζεις αυτούς που δεν σε ενδιαφέρουν. Κι έπειτα, είναι η αποδοχή. Κάποιες φορές είναι καλό να αποδέχεσαι αυτά που θέλεις. Ακόμα κι αν ξέρεις πως ίσως και να μη σου δοθεί ποτέ ένας ρόλος. Όσο ζούμε ελπίζουμε, έτσι δε λένε;