Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Φθινοπώριασε...


 Ήταν μια όμορφη νύχτα. Απ'αυτές τις νύχτες που το γλυκό αεράκι σε αγκαλιάζει ζεστά και χαϊδεύει απαλά το πρόσωπο σου. Ο ουρανός, γεμάτος άστρα. Μια νύχτα όμορφη... Εκείνη ήταν έξω. Δε θα μπορούσε με τίποτα να στερήσει μια τέτοια νύχτα από τον εαυτό της. Περπατούσε με βήμα αργό και χάζευε γύρω της. Έβλεπε τον κόσμο που περνούσε- άλλοι βιαστικοί, άλλοι ν'απολαμβάνουν τη θεσπέσια νύχτα του φθινοπώρου εκείνου. Περπάτησε λίγο ακόμη και αποφάσισε να πάει στο καταφύγιο της.
 Η θάλασσα... Ακόμη κι αυτή έλαμπε περισσότερο τη νύχτα εκείνη. Σαν να σε προσκαλούσε. Κι εκείνη τ'άκουγε βαθιά μέσα της το κάλεσμα εκείνο. Ήξερε ότι έπρεπε να το αποδεχτεί εκείνο το βράδυ.
Κάθισε λοιπόν στην αμμουδιά κι άφησε τα γυμνά της πόδια να τα δροσίσει το νεράκι. Έκλεισε τα μάτια της και για μερικά λεπτά αφέθηκε στις μαγικές μελωδίες που δημιουργούσαν τα κύματα καθώς πάφλαζαν στους βράχους.
Δε βιαζόταν καθόλου τη νύχτα εκείνη. Κάθε λεπτό ήτανε θησαυρός. Το απολάμβανε. Γνώριζε όμως. Το άκουγε το κάλεσμα. Ήξερε ότι δεν μπορούσε ν'αποφύγει τις σκέψεις της που άρχισαν να ξυπνούν και να την αναζητούν. Ήξερε ότι έπρεπε να δει τη σκιά πίσω της και να σιγουρευτεί ότι ήταν μόνο μία.
Κι όμως, δε βιαζόταν. Η θάλασσα της κρατούσε συντροφιά κι έτσι δεν ένιωθε μόνη, αν και ήταν.
Την ώρα που άνοιξε τα βλέφαρα της το κατάλαβε.
Ευχήθηκε το θολό εκείνο πρόσωπο ν'αποκτούσε μια μορφή επιτέλους και να καθόταν εκεί, δίπλα της. Ν'αγνάντευαν παρέα την απέραντη θάλασσα.
Την πονούσε που ήταν έτσι εκείνη η νύχτα, μα περισσότερο φοβόταν για τις άλλες που θ'ακολουθούσαν.
Καθώς οι αναμνήσεις περνούσαν σαν φιλμάκι μπροστά στα μάτια της χαμογελούσε. Κι άλλοτε δάκρυα έβρεχαν το πρόσωπο της. Δάκρυα καυτά που την πονούσαν κι άλλοτε γλυκόπικρα δάκρυα που της επέτρεπαν να πάρει μια ανάσα. Τα μάτια της, γεμάτα νοσταλγία. Κι ένα παράπονο λες κι ήθελε να βγει από τα σφιγμένα της χείλη. Παράπονο γιατί άργησε να 'ρθει η σκιά και που μια τέτοια νύχτα ήτανε μόνη της. Μα δε σηκώθηκε να φύγει. Έμεινε εκεί-θα έμενε μέχρι την ανατολή του ήλιου- γιατί ήξερε ότι μόνο με το φως της μέρας θα μπορούσε πιο καθαρά να δει την αλήθεια και να την αποδεχτεί. Μια αλήθεια που την πονούσε και της έτρωγε τα σωθικά της.
Όσο κι αν το αρνιόταν, ήθελε να ξεθολώσει εκείνο το πρόσωπο, ήθελε να φανεί εκείνη η σκιά και να σμίξει με τη δικιά της. Δε ζητούσε τίποτα παραπάνω, μήτε πιο λίγο. Επιθυμούσε να πορευθεί μαζί με τη σκιά και όχι ν'αγωνίζεται να τη φτάσει. Μα ούτε και να μένει πίσω η άλλη σκιά ήθελε.
Δεν της το επέτρεπε η περηφάνεια της. Αδικίες δεν ήθελε. Γύρευε το ιδανικό κι ας ήξερε ότι το τίμημα της κόστιζε ακριβά. Και κάθε φθινόπωρο μόνη της θα κατέβαινε στην παραλία αν η σκιά δεν ερχόταν. Κι ας την έτρωγε το μαράζι κι ας πονούσε, την ευτυχία θα τη γνώριζε μόνο όταν θα την έβλεπε κατάματα την σκιά. Μόνο τότε. Όταν πλάϊ στα κύματα θα περπατούσαν σαν ίση προς ίση, χωρίς στολίδια, χωρίς ψέματα, χωρίς ενδοιασμούς. Μόνο με δυο ζευγάρια μάτια που θα τα φώτιζε το φως της σελήνης. Δυο ζευγάρια μάτια που θα κοίταζαν βαθιά μέσα στην ψυχή και θα διάβαζαν ολοκάθαρα την αλήθεια-και θα την ομολογούσαν...

3 σχόλια: