Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Γιατί δε διδασκόμαστε -ολόκληρη την- Ιστορία της Κύπρου στο σχολείο ή η σκόπιμη αποσιώπηση των γεγονότων

Όντας ανικανοποίητη από την -σοκαριστικά- ολιγοσέλιδη αναφορά που γίνεται στα γεγονότα του 1974 στα σχολικά εγχειρίδια, αποφάσισα να αναζητήσω μια ιστορική αλήθεια, διαφορετική από αυτή που θέλουν κάποιοι να πιστεύουμε. Σε μια περιήγηση στο διαδικτυακό χώρο, λοιπόν, έτυχε να έλθω αντιμέτωπη με την εξής συγκλονιστική μαρτυρία ενός έφεδρου αξιωματικού των Τούρκων ο οποίος περιγράφει τη δολοφονία μιας Ελληνοκύπριας:

 «Θα σου πω για τη δολοφονία μιας γυναίκας, μια κτηνώδη πράξη που όσο ζω δε θα σβήσει απ’ το μυαλό μου. Ήμασταν σε κάποιο χωριό, δε θυμάμαι πια τ’ όνομά του, για εκκαθαριστική επιχείρηση υπό τις διαταγές του λοχαγού Αλκατσόγλου. Σ’ ένα από αυτά τα χωριά της Κύπρου τα γεμάτα κυπαρίσσια κι ευκάλυπτους. Ανταλλάσσονταν λίγοι πυροβολισμοί κι εγώ χώθηκα σ’ ένα κήπο γεμάτο άγουρα ακόμα σταφύλια, σε μια άκρη του οποίου υπήρχε μια μικρή στέρνα. Έκοψα ένα τσαμπί σταφύλι και όπως γευόμουν τις ξινές ρώγες του, δίσταζα ν’ αποφασίσω αν έπρεπε να κάνω ένα μπάνιο όσο οι στρατιώτες θα λεηλατούσαν τα σπίτια. 

Ξαφνικά άκουσα κοντά μου πυροβολισμούς και είδα δύο στρατιώτες, τον Σεφίκ και τον Σουλεϊμάν, να φωνάζουν περήφανοι: “Oldurdum, oldurdum, komutanim”, δηλαδή “σκότωσα, σκότωσα, αρχηγέ”. Τους ήξερα. Ήταν χουλιγκάνοι. Πλησίασα προς τα εκεί που έδειχναν χειρονομώντας ενθουσιασμένοι. Μια νέα ευτραφής γυναίκα κειτόταν σφαδάζοντας στο χώμα. Είχε τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και ανοιχτά τα σκέλια απ’ όπου έτρεχαν άσπρα πηχτά υγρά και αίμα. Είχαν αδειάσει τα πιστόλια τους μεσ’ στον κόλπο της. Παρατηρούσα τα χέρια της και τα πόδια της. Μου φαίνονταν μικρότερα απ’ το υπόλοιπο σώμα της. Καθώς την κοίταγα που ξεψύχαγε με χυμένο έξω το σταφύλι των σπλάχνων της, με κόμπους λίπους κολλημένους στο ανοιχτό πληγωμένο φύλο της, με κυρίεψε μια αναγούλα. Ένα προϊστορικό θηλαστικό πιασμένο στα δίχτυα ενός αποτρόπαιου θανάτου.

Την κοίταζα και ένιωθα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει σαν φουσκωτή λαστιχένια κούκλα. Πέταξα πέρα τα σταφύλια. Έκανα μεταβολή κι ακριβώς απέναντι, παρατεταγμένοι στην ευθεία, διακόσιοι είκοσι πέντε στρατιώτες ετοιμάζονταν για την αναφορά, σαν να μην έτρεχε τίποτε. Ο ανθυπολοχαγός Τζεμάλ τους έδινε τις απαραίτητες εντολές παρουσίασης. Ο λοχαγός τους έδινε συγχαρητήρια, επισημαίνοντας ότι η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία. Στα τελευταία λόγια του λοχαγού, κάτι εξερράγη μέσα μου θρυμματίζοντας την απάθεια που το σοκ είχε δημιουργήσει, γυάλινο κλουβί γύρω μου. Δηλαδή θα ‘φευγαν και θα τ’ άφηναν όλα “καθαρά” στο χωριό. Μαζί και τη γυναίκα άταφη, βορά στα όρνια.

Πήδηξα με τ’ όπλο προτεταμένο προς το λοχαγό και ρώτησα κοφτά: “Τι θα γίνει μ’ αυτή τη γυναίκα;”. Θυμήθηκα τα πτώματα που κινούνταν παραμορφωμένα απ’ τη ζέστη και τρελαινόμουν.
Με το δάχτυλο στη σκανδάλη απευθύνθηκα στον Αλκατσόγλου σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. “Διέταξέ τους να τη θάψουν, αλλιώς σε σκοτώνω”. Είδα το φόβο να πλημμυρίζει το βλέμμα του. Έδωσε εντολή να σκάψουν έναν τάφο και να τη ρίξουν μέσα. Υπό την απειλή του όπλου, εκτός εαυτού, τους ανάγκασα να τη σκεπάσουν με τις ματωμένες κουβέρτες της και να βάλουν φωτιά. Εξιλαστήριο πυρ, φλόγες αντί λουλούδια, ήταν ό,τι μπορούσα να προσφέρω μέσα στην κόλαση του πολέμου σ’ αυτή την άγνωστη. Καθώς ανέβαινα με τους άλλους στα καμιόνια να φύγω, με τράνταξε ένα υστερικό γέλιο. Μια σκέψη αταίριαστη στη σοβαρότητα της στιγμής σφήνωσε στο μυαλό μου. Τι μ’ έπιασε και το ‘παιξα Αντιγόνη με όπλο και μουστάκια ξαφνιάζοντας αυτούς τους σκληρούς κι ανυποψίαστους άνδρες;
Μήπως ήταν το πρώτο άταφο κουφάρι που αντίκριζα; Εκατοντάδες ήταν σπαρμένα στα χωράφια. Γιατί αντέδρασα έτσι ειδικά σ’ αυτή τη γυναίκα; Ήταν γιατί δεν μπόρεσα να αποτρέψω τη δολοφονία της, που έγινε μπροστά στα μάτια μου; Ήταν γιατί η στάση του θανάτου της, της αφαιρούσε τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια του φύλου της; Λες κι οι νεκροί νοιάζονται να ‘ναι αξιοπρεπείς! Ήταν γιατί ξεχείλισε το ποτήρι της αηδίας που ένιωθα μέσα μου για τις κτηνωδίες που αντίκριζα κάθε μέρα; Φαντάζομαι πως απάντηση δεν υπάρχει, όχι τουλάχιστον αρκετά λογική για ν’ αντέχει στην κριτική τού μη-εμπόλεμου. Έκανα χρόνια να ξαναφάω σταφύλι. Για εβδομάδες είχα στα μάτια μου εναλλασσόμενες, σαν οπτικό εφφέ ταινίας τρόμου, τις εικόνες του σταφυλιού, των υγρών της νεκρής μήτρας, της νεκρής μήτρας, των σταφυλιών και πάλι απ’ την αρχή.
Κι όμως εκείνο το ίδιο βράδυ του φόνου κοιμήθηκα βαθιά.
Το πρωί μίσησα τον εαυτό μου για την αναισθησία μου. Πώς μπόρεσα; Θυμήθηκα τότε την παροιμία που λέει: “Να μη δώσει ο Θεός στον άνθρωπο όσα μπορεί ν’ αντέξει” και για πρώτη φορά πίστεψα στην αλήθεια της

Ξαναθέτω λοιπόν το ερώτημα της επικεφαλίδας: Γιατί δε διδασκόμαστε -ολόκληρη την- Ιστορία της Κύπρου στα σχολεία; Γιατί δεν αναζητούμε τα αίτια και τα αιτιατά όπως πολύ χαρακτηριστικά δήλωσε ο κύριος Αναστασιάδης την περασμένη Δευτέρα (15/07/2013) για τα 39 χρόνια που συμπληρώθηκαν από το Πραξικόπημα στην Κύπρο;

Ποιος είναι άραγε ο λόγος για τον οποίο τέτοιες μαρτυρίες δεν συμπεριλαμβάνονται στα σχολικά μας εγχειρίδια;
Μα φυσικά (!) το σύστημα έχει έτοιμη την απάντησή του: Θα γίνουμε, λένε, φανατισμένος όχλος, και θα μισήσουμε, λένε, τους Τούρκους για τα αποτρόπαια εγκλήματα που διέπραξαν το 1974.
Η ιστορία μας δίδαξε όμως -καλώς ή κακώς- να διαχωρίζουμε τα στοιχειώδη, κύριε Αναστασιάδη, και ήδη γνωρίζουμε ότι η Τουρκική εισβολή του 1974 δεν ήταν ούτε αίτιο, αλλά αιτιατό. Η Τουρκική εισβολή του 1974 ήταν το αποτέλεσμα, η φυσική συνέπεια των πράξεων μας.
Αν υπάρχει κάποιος που πραγματικά θα έπρεπε να μισήσουμε αυτός είναι ο ίδιος μας ο εαυτός -εμείς.
Διότι εμείς και μόνο εμείς δώσαμε την αφορμή, τα αίτια και τα αιτιατά -κανείς άλλος.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στη μερίδα εκείνων που το σύστημα ονομάζει εδώ και 39 χρόνια προδότες -αλλά όλως παραδόξως, δεν τιμωρεί. Αναφέρομαι στον καθένα από εμάς -ακόμη κι αν εγώ δεν έζησα τότε. Αναφέρομαι στην μοίρα ενός λαού. Ενός λαού που μένει πάντα άφωνος, άβουλος κι ανυποψίαστος. Αναφέρομαι σε όλους όσοι με την ψήφο τους νομιμοποιούν αυτό το σύστημα κι αφήνουν τους "γνώμονες" να πέρνουν αποφάσεις. Την αφορμή τη δώσαμε εμείς στους Τούρκους κι αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το βρει κάτω γραμμένο στα χαρτιά, στη περίφημη συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου. Να λοιπόν τι έφερε τους Τούρκους στις ακτές μας -η ανάγκη να επιβάλουν τάξιν και ηθικήν διότι εμείς αδυνατούσαμε, διότι το σύστημα απέτυχε παταγωδώς. Και μιλώ για σύστημα και όχι για πρόσωπα διότι σκοπός μου δεν είναι να κατηγορήσω τον Χ ή τον Ψ, αλλά γράφοντας αυτό το κείμενο θέλω να εκφράσω τον έντονο προβληματισμό μου όσον αφορά το σύστημα και τους κηφήνες αυτού του συστήματος οι οποίοι εδώ και 53 χρόνια (από το 1960 που ανακηρυχθήκαμε ανεξάρτητη Δημοκρατία) ανακυκλώνονται μέσα σ'αυτό. Γράφοντας αυτό το κείμενο, αποσκοπώ να αναφερθώ στον καθένα από μας ξεχωριστά και σ'όλους εμάς μαζί ή τουλάχιστον σε όλους όσοι μέχρι σήμερα νομιμοποιούν αυτό το σύστημα. Σύμφωνοι, οι Τούρκοι ήσαν βάρβαροι και αναίσχυντοι, σύμφωνοι, ο άμαχος πληθυσμός δεν έφταιγε σε τίποτε, σύμφωνοι, άδικα χάθηκαν τόσες ανθρώπινες ζωές. Μπορεί το φονικό όπλο να ήσαν οι Τούρκοι, όμως το όπλο δεν είναι παρά ένα εργαλείο, ένα μέσο, αν θέλετε, κάτι άψυχο. Το θέμα είναι ποιος είχε τραβήξει τη σκανδάλη -κι αυτοί ήμασταν εμείς. Κι αυτή τη σκανδάλη την τραβάμε μέχρι σήμερα αφού -με την ίδια απερισκεψία- εξακολουθούμε να νομιμοποιούμε αυτό το σύστημα με την ψήφο μας. Πάρτε για παράδειγμα την υπόθεση του Μαρί. Η φονική έκρηξη ήταν το αποτέλεσμα. Η εκρηκτική ύλη το φονικό όπλο. Υπάρχει άνθρωπος στα λογικά του που θα κατηγορούσε τα εκρηκτικά επειδή πήραν έκαναν έκρηξη; Εμείς είμαστε οι φονιάδες, διότι εμείς -ο πάντα άφωνος, ο πάντα άβουλος, ο πάντα ανυποψίαστος, ο πάντα αδιαμαρτύρητος λαός- που με την ψήφο του συνεχίζει να νομιμοποιεί κυβερνήσεις και να διαιωνίζει ένα σύστημα που είναι στηριγμένο πάνω σε σαθρά θεμέλια. Τέτοια είναι οι δύναμή μας κι όμως (!) ως τέτοια που είναι δεν την αντιλαμβανόμεθα!
Γιατί δε συνενώνουμε λοιπόν τις δυνάμεις μας πέρα από κομματικούς διαχωρισμούς, πέρα από χρωματισμούς και ιδεολογίες, πέρα από την εκάστοτε κυβέρνηση, με στόχο και σκοπό την λάμψη της αλήθειας, την απόδοση της δικαιοσύνης, ένα τέλος σε αυτά τα εγκλήματα, τα μικρά και τα μεγάλα, που μπροστά στα μάτια μας διαπράττονταν και συνεχίζουν να διαπράττονται, μέρα παρά μέρα. "Ο λαός που ξεχνά την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει". Ας τολμήσει κάποιος να ανοίξει επιτέλους φακέλους, να βγάλει στη φόρα μαρτυρίες, να πει τα πράγματα με το όνομά τους και να τα γράψει κάτω επίσης. Γιατί μόνο τότε θα μπορούμε να οργιστούμε πραγματικά, μόνο τότε θα μπορέσουμε εκ του αποτελέσματος να βρούμε την αιτιά, μόνο με εικόνες και τεκμήρια κι όχι με απλές περιλήψεις θα ξυπνήσουμε για να απαιτήσουμε να μπει ένα τέλος σε αυτό το καλοστημένο θέατρο του παραλόγου.

Πηγή μαρτυρίας:
ΤΑ ΝΕΑ , 21-10-1998
ΓΙΑΝΝΗΣ Ε. ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ