Και ξάφνου, τη βλέπω μπροστά μου. Είναι μια σειρά.
Μια σειρά από δωμάτια.
"Όταν κλείνει μια πόρτα, ανοίγει μια άλλη".
Ναι αλλά είναι και κάτι μεσοδιαστήματα.
Κάτι καταστάσεις περίεργες, πολύπλοκες.
Είναι κάτι μεσοδιαστήματα που σε αναγκάζουν να εγκλωβίζεσαι, που σε υποχρεώνουν να στέκεσαι εκεί, ανάμεσα στην πόρτα που είναι μισή κλειστή, μισή ανοιχτή.
Κι αντί να σκέφτεσαι τι θα κάνεις με δαύτη -γιατί είναι αυτή που σε καίει- γιατί όσο δεν την κλείνεις τη ρημάδα την πόρτα δε θα ανοίξει η επόμενη (ώρες ώρες αναρωτιέμαι γιατί, αλλά ίσως θα το λύσω κάποια άλλη φορά το ερώτημα ετούτο) κάθεσαι και κάνεις ένα σωρό άλλες σκέψεις.
Μπούρδες δηλαδή από αυτές που συνήθιζες να λες.
"Πόρτες υπάρχουν πολλές και διάφορες. Πόρτες μεγάλες, πόρτες θεαματικές, που σχεδόν σου φωνάζουν να τις ανοίξεις."
Είναι ποτέ δυνατόν να φωνάζουν οι πόρτες;
"Πόρτες με χερούλια μυστήρια, αλλόκοτα, παράξενα.
Πόρτες κλειδωμένες, πόρτες αόρατες.
Πόρτες... της ζωής. Της χαράς και της λύπης. Πόρτες-παγίδες. Πόρτες του παρελθόντος και του μέλλοντος. Πόρτες με φόβους βαθιά μέσα κρυμμένους. Πόρτες αδιέξοδα. Πόρτες γεμάτες εκπλήξεις."
Από όποια οπτική γωνία και να το εξετάσουμε, καταλήγει κανείς ότι είναι πολλές οι πόρτες. Πολλά τα ενδεχόμενα, δηλαδή, για το τι σε περιμένει. Οπότε, βρίσκεις μια μέση λύση, σαν μέσος άνθρωπος που είσαι.
Στέκεις εκεί. Ανάμεσα. Σε κάτι μεσοδιαστήματα. Κι αναρωτιέσαι με τις ώρες τι να την κάνεις τη ρημάδα την πόρτα.
Και δε σκέφτηκες ούτε μια φορά να την γκρεμίσεις.