Δὲ θ᾿ ἀρνηθῶ. Θὰ πάω νὰ λησμονήσω!
Θὰ φορέσω τὸ κόκκινό μου φόρεμα
καὶ τὴν ἴδια ὀμορφιά μου θὰ φθονήσω.
Τὸ νεκρὸ πὤχω μέσα μου περήφανα
καὶ στοργικὰ μαζί μου θὰ τὸν πάρω.
Θἆμαι σὰ χαρωπή, σὰ μυστικόπαθη
θἆμαι μία ἀποσταλμένη ἀπὸ τὸ Χάρο.
Οἱ μελλοθάνατοι σύντροφοι στὸ γλέντι τους
κι᾿ ἂν πίνουνε κρασὶ δὲ θὰ μεθοῦνε.
Μία κατάρα θὰ στέκεται στὸ πλάι τους
μὰ θἆμαι ὡραία καὶ δὲ θὰ ὑποψιασθοῦνε.
Ἔπειτα ἕνα τραγούδι θὰ ζητήσουνε
μήπως σὲ μία χλωμὴ χαρὰν ἐλπίσουν,
μὰ τόσο ἀληθινὸ θἆν᾿ τὸ τραγούδι μου
ποὺ σαστισμένοι θὰ σωπήσουν.
-Μ. Πολυδούρη
Δεν έχω τίποτα άλλο να πω... Βρίσκω σε κάθε στίχο όλα όσα θέλω να εκφράσω. Το έχω κουράσει το χαρτί και τα πλήκτρα του υπολογιστή επίσης. Η σκέψις όμως τρέχει αλόγιστα. Δεν έχει τελειωμό. Να γνωρίζεις την αλήθεια και να πρέπει να την κουβαλάς μέσα σου είναι βάρος ασήκωτο. Και να σου ζητούν να τραγουδήσεις, να σταθείς στο πλάι τους και να 'σαι "ωραία", να 'σαι καθώς πρέπει. Να μην υποψιαστεί κανένας τους τίποτα. Και να ξέρεις πως αν το τραγούδι σου είναι αληθινό θα σε δικαιώσει και ότι απ'τους νεκρούς θα αναστηθείς. Αλλά είναι πάντοτε κι οι άλλοι, είναι πάντοτε και οι σύντροφοι, οι σύντροφοι που σε καλούν στο γλέντι. Σ'ένα γλέντι τελειωμένο. Όμως, δεν πρέπει ν'αρνηθείς. Πρέπει στο γλέντι τους και συ να συμμετάσχεις. Στο κάτω κάτω στο ίδιο καζάνι βράζετε, μαζί την χαράξατε την πορεία σας και τώρα δεν αλλάζει. Κι αν πίνουνε κρασί δε θα μεθούνε γιατί είναι βαριά η συνείδησή τους. Κι ελπίζουν, ελπίζουν σ'ένα τραγούδι ψεύτικο, σ'ένα τραγούδι στολισμένο κι όμορφα ντυμένο. Ένα τραγούδι που θα τους θυμίζει την ζωή που πέρασε. Τέτοια που είσαι και εσύ θα το πεις. Μα δε θα είναι το άλλο, τ' αληθινό.