Γίνονται όλα για ένα σκοπό τελικά; Κατ'αρχήν τι πάει να πει "γίνονται"; Το τι συμβαίνει στη ζωή μας γίνεται απλά ή μήπως το ορίζουμε εμείς;
Επίσης, γίνονται όλα για το "καλό" μας, ακόμα κι αν τη δεδομένη στιγμή δεν μπορούμε να δούμε πού στο καλό κρύβεται το καλό μας; Ή μήπως και σε αυτή την πρόταση ισχύουν τα ίδια δεδομένα της πρώτης; Ότι δηλαδή, εμείς κρίνουμε τι είναι καλό και τι μη καλό.
Κι αν για να φτάσουμε στο υποτιθέμενο καλό μας προηγείται μια ψυχοφθόρα διαδικασία με πολύ πόνο, εξακολουθεί να παραμένει καλό;
Κι αν αυτό που θα θέλαμε να ορίζαμε εμείς ως καλό, ερχόταν σε αντίθεση με το υπόλοιπο σύμπαν, θα είχαμε το δικαίωμα να το αποζητούμε;
Ή μήπως αυτό θα μας καθιστούσε μαζοχιστικά και αξιολύπητα όντα;
Από την άλλη, μαζοχιστικό δε θα μπορούσε να είναι και το να στερείσαι τον ήλιο, όταν τον χρειάζεσαι πραγματικά, απλώς επειδή και μόνο η μακρόχρονη έκθεση σε αυτόν μπορεί να σου προκαλέσει βλάβες;
Δεν είναι μαζοχισμός να χάνεις το σήμερα, σκεπτόμενος τις πιθανές συνέπειες του αύριο και στο τέλος, να μην έχεις όρεξη ούτε και αυτό να το ζήσεις;
Τι περιέργα πλάσματα που γίνονται μερικές φορές οι άνθρωποι... Και πόσο περιέργους μηχανισμούς αναπτύσσουν. Κι όλα αυτά, επειδή έχουν έναν εγκέφαλο, ο οποίος βρίσκεται εκεί για να ελέγχει όλες τις λειτουργίες και προπάντων για να δαμάζει όλα τα ζωώδη μας ένστικτα και φυσικά, για το καλό το δικό μας και των γύρω μας...
Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013
Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013
Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013
Προσμονή ή προς-μόνη ;
Δεν ωφελεί να προσμένεις...
Η προσμονή δεν είναι μια ενέργεια, είναι μια κατάσταση.
Όταν προσμένεις δεν μπορείς να ενεργήσεις, δεν μπορείς να κινηθείς...
Είσαι αδρανής. Απλώς προσ-μένεις. Κάθεσαι, και περιμένεις... Και κανένας δεν μπορεί να σου πει με σιγουριά για πόσο. Ούτε αν τελικά αυτή η προσμονή θα έχει κάποιο ώφελος ή κάποιο αποτέλεσμα, κάποια φυσική συνέπεια. Βέβαια, δεν είναι τα πάντα ωφελιμιστικά στη ζωή. Στο κάτω κάτω αν ήταν δε θα μπορούσε να υπάρξει η έννοια της προσμονής. Διότι τέτοια είναι η σύστασή της που είναι, κατά βάσην, ψυχοφθόρα. Όπως κάθετί εξάλλου που είναι τόσο γενικό και αόριστο και δίχως αρχή ή τέλος. Πάντοτε σε "τρώει" αυτό που δεν έμαθες άκομη, ή αυτό που δεν είδες ακόμη ή αυτό που δεν έγινε ακόμη.
Δεν ωφελεί, λοιπόν, να προσμένεις.
Κι αν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς είναι επειδή εσύ το διάλεξες. Έσυ και μόνον εσύ κρατάς το σφυρί, εσύ και μόνον εσύ έχεις καρφώσει τον εαυτό σου πάνω στην καρέκλα. Και βρίσκεσαι στο ίδιο σημείο, πίσω από το ίδιο πάντοτε παράθυρο και ξεκουνάς μόνο για να ρίξεις μια ματιά στα κλεφτά κι ύστερα πίσω πάλι... Και εξακολουθείς να προσμένεις κάτι... Μια λάμψη, ένα σημάδι, ένα μήνυμα.
Η προσμονή δεν είναι μια ενέργεια, είναι μια κατάσταση.
Όταν προσμένεις δεν μπορείς να ενεργήσεις, δεν μπορείς να κινηθείς...
Είσαι αδρανής. Απλώς προσ-μένεις. Κάθεσαι, και περιμένεις... Και κανένας δεν μπορεί να σου πει με σιγουριά για πόσο. Ούτε αν τελικά αυτή η προσμονή θα έχει κάποιο ώφελος ή κάποιο αποτέλεσμα, κάποια φυσική συνέπεια. Βέβαια, δεν είναι τα πάντα ωφελιμιστικά στη ζωή. Στο κάτω κάτω αν ήταν δε θα μπορούσε να υπάρξει η έννοια της προσμονής. Διότι τέτοια είναι η σύστασή της που είναι, κατά βάσην, ψυχοφθόρα. Όπως κάθετί εξάλλου που είναι τόσο γενικό και αόριστο και δίχως αρχή ή τέλος. Πάντοτε σε "τρώει" αυτό που δεν έμαθες άκομη, ή αυτό που δεν είδες ακόμη ή αυτό που δεν έγινε ακόμη.
Δεν ωφελεί, λοιπόν, να προσμένεις.
Κι αν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς είναι επειδή εσύ το διάλεξες. Έσυ και μόνον εσύ κρατάς το σφυρί, εσύ και μόνον εσύ έχεις καρφώσει τον εαυτό σου πάνω στην καρέκλα. Και βρίσκεσαι στο ίδιο σημείο, πίσω από το ίδιο πάντοτε παράθυρο και ξεκουνάς μόνο για να ρίξεις μια ματιά στα κλεφτά κι ύστερα πίσω πάλι... Και εξακολουθείς να προσμένεις κάτι... Μια λάμψη, ένα σημάδι, ένα μήνυμα.
Κατηγορίες:
Αναζητήσεις,
Ανησυχίες,
Προβληματισμός
Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013
"Εγώ ζω αυτοκτονώντας..."
Δεν κατάφερα μέχρι σήμερα να διαβάσω ολόκληρο το "Αναζητώντας Κροκανθρώπους" του Άσιμου. Ίσως και να επανέλθω κάποια στιγμή. Συχνά εκφράζει σκέψεις και συναισθήματα με έναν αρκετά ωμό και κυνικό τρόπο, που ίσως κάποιους να τους ενοχλεί και να τους κάνει να πιστεύουν πως έτσι χάνεται και η ουσία. Εμένα μου μιλά με κάποιον τρόπο ή με τα δικά του λόγια "είναι σχετικός με μένα". Ίσως εξηγήσω και γιατί και πώς κάποτε μέσα από τις "ιστορίες μου". Μου έχει λέιψει το γράψιμο. Μου έχει λέιψει το διάβασμα. Και με το διάβασμα, δεν εννοώ αυτό του Πανεπιστημίου -που ούτως ή αλλιώς κάνω- αλλά το κυνήγι της γνώσης. Το ψάξιμο γενικότερα. Αυτά που έβγαζα εδώ πέρα κάποτε. Ισχύει τελικά, πως όταν αφήνεις κάτι σε αφήνει και αυτό με τον δικό του τρόπο. Λοιπόν, σήμερα δειλά δειλά κάνω μια προσπάθεια να φέρω πίσω αυτό που μ'άφησε. Μέσα από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον -τον χρόνο. Κι αυτό το απόσπασμα μου μιλά σε διάφορους χρόνους.
"Δε μ’ ενδιαφέρει αν τη βρίσκεις στο γαμήσι. Δεν μ’ ενδιαφέρει άμα λες πως πηδιέσαι με τρεις και ευτυχώς που ήταν τρεις γιατί δεν είχες άλλες τρύπες να χρησιμοποιήσεις. Δε μ’ ενδιαφέρουν όλα αυτά που λες γιατί άμα θες να ξέρεις εγώ δε μπορώ να χρησιμοποιώ άσχετους από μένα, έξω από μένα, και τελείως διαφορετικούς απο μένα για να βουλώσω τις τρύπες μου απλώς. Ακριβώς εγώ διαλέγω έτσι, σύ αλλοιώς. Εγώ έχω πια κόψει με τους άσχετους, τους έξω από μένα.
Κρατώ ελεύθερες τις τρύπες μου και στον αέρα ανοιχτές, παρά τοιουτοτρόπως χρησιμοποιημένες. Δε τη βρίσκω με τους άσχετους. Παρ’ όλα αυτά εσένα σε βρίσκω σχετική με μένα. Αλλά τη βρίσκεις με τους άσχετους. Εμένα δεν έψαξες ποτέ σου να με βρεις. Θα βουλώναμε τις τρύπες μας και θα ήτανε συνάμα κι ανοιχτές για τον καθένα σχετικό με μας. Έτοιμες για να ρίξουν το υγρό τους πυρ σ’ αυτή την κοινωνία που μας καίει. Κι όχι να το καταπίνουν τα σωθικά μας.
Δεν αυτοκτονώ εγώ έτσι. Εγώ ζω αυτοκτονώντας.
Πιο δύσκολα από σένα ίσως."
"Δε μ’ ενδιαφέρει αν τη βρίσκεις στο γαμήσι. Δεν μ’ ενδιαφέρει άμα λες πως πηδιέσαι με τρεις και ευτυχώς που ήταν τρεις γιατί δεν είχες άλλες τρύπες να χρησιμοποιήσεις. Δε μ’ ενδιαφέρουν όλα αυτά που λες γιατί άμα θες να ξέρεις εγώ δε μπορώ να χρησιμοποιώ άσχετους από μένα, έξω από μένα, και τελείως διαφορετικούς απο μένα για να βουλώσω τις τρύπες μου απλώς. Ακριβώς εγώ διαλέγω έτσι, σύ αλλοιώς. Εγώ έχω πια κόψει με τους άσχετους, τους έξω από μένα.
Κρατώ ελεύθερες τις τρύπες μου και στον αέρα ανοιχτές, παρά τοιουτοτρόπως χρησιμοποιημένες. Δε τη βρίσκω με τους άσχετους. Παρ’ όλα αυτά εσένα σε βρίσκω σχετική με μένα. Αλλά τη βρίσκεις με τους άσχετους. Εμένα δεν έψαξες ποτέ σου να με βρεις. Θα βουλώναμε τις τρύπες μας και θα ήτανε συνάμα κι ανοιχτές για τον καθένα σχετικό με μας. Έτοιμες για να ρίξουν το υγρό τους πυρ σ’ αυτή την κοινωνία που μας καίει. Κι όχι να το καταπίνουν τα σωθικά μας.
Δεν αυτοκτονώ εγώ έτσι. Εγώ ζω αυτοκτονώντας.
Πιο δύσκολα από σένα ίσως."
Κατηγορίες:
Αναμνήσεις,
Άνθρωπος,
Εφηβεία,
Κοινωνία,
Σχέσεις
Kι εν τέλει τι είναι ανθρώπινο;
"Τι ίσιο και τι λάθος;
Και τι θα πει ρηχότητα;
Και τι μεγάλο βάθος;"
Και τι θα πει ρηχότητα;
Και τι μεγάλο βάθος;"
Κατηγορίες:
Αναμνήσεις
Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013
Σάββατο 10 Αυγούστου 2013
Dementia
"a life of violent emotional contradictions"
Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013
Αιωνιότης;
"Τελικά κατέληξα. Το 'για πάντα' δεν υπάρχει, είναι σχετικό. Αν υπάρχει κάτι για πάντα
αυτό είναι η ψευδαίσθηση, που όμως χωρίς αυτήν κανείς μας δεν μπορεί να
επιβιώσει. Το όνειρο... η ελπίδα ότι θα έχουμε κάποιον για πάντα. Το 'για πάντα' χτίζεται, δεν έρχεται και στην ουσία δεν ορίζεται! Δύο μικρές
λέξεις είναι που μας βοηθάνε να προχωράμε. Μία ιερή επανάληψη και ανάγκη
που απλά βιώνεται. Όπως τα τραπέζια της μάνας μας.Τραπέζια γεμάτα βλέμματα και σκέψεις. Πάντα θα επενδύουμε, πάντα θα ελπίζουμε και πάντα θα
ονειρευόμαστε. Και πάντα ο έρωτας θα είναι η μόνη αιτία τελικά που ο κόσμος αυτός θα συνεχίσει να υπάρχει, θα συνεχίσει να γυρίζει. Έρωτας... Απλά τα πάντα. Ακόμα κι αν δεν είναι σίγουρο ότι θα κρατήσει για πάντα, σ'αυτόν τα χρωστάμε όλα. Στον έρωτα... και στις σκέψεις. Σκέψεις για πρόσωπα που θα υπάρχουν, που θα κουβαλάμε, που θα μας αλλάζουν και που μ'έναν τρόπο θα είναι εκεί, κοντά μας... για πάντα."
Από την τηλεοπτική σειρά "4".
Από την τηλεοπτική σειρά "4".
Σάββατο 20 Ιουλίου 2013
Γιατί δε διδασκόμαστε -ολόκληρη την- Ιστορία της Κύπρου στο σχολείο ή η σκόπιμη αποσιώπηση των γεγονότων
Όντας ανικανοποίητη από την -σοκαριστικά- ολιγοσέλιδη αναφορά που γίνεται στα γεγονότα του 1974 στα σχολικά εγχειρίδια, αποφάσισα να αναζητήσω μια ιστορική αλήθεια, διαφορετική από αυτή που θέλουν κάποιοι να πιστεύουμε. Σε μια περιήγηση στο διαδικτυακό χώρο, λοιπόν, έτυχε να έλθω αντιμέτωπη με την εξής συγκλονιστική μαρτυρία ενός έφεδρου αξιωματικού των Τούρκων ο οποίος περιγράφει τη δολοφονία μιας Ελληνοκύπριας:
«Θα σου πω για τη δολοφονία μιας γυναίκας, μια κτηνώδη πράξη που όσο ζω δε θα σβήσει απ’ το μυαλό μου. Ήμασταν σε κάποιο χωριό, δε θυμάμαι πια τ’ όνομά του, για εκκαθαριστική επιχείρηση υπό τις διαταγές του λοχαγού Αλκατσόγλου. Σ’ ένα από αυτά τα χωριά της Κύπρου τα γεμάτα κυπαρίσσια κι ευκάλυπτους. Ανταλλάσσονταν λίγοι πυροβολισμοί κι εγώ χώθηκα σ’ ένα κήπο γεμάτο άγουρα ακόμα σταφύλια, σε μια άκρη του οποίου υπήρχε μια μικρή στέρνα. Έκοψα ένα τσαμπί σταφύλι και όπως γευόμουν τις ξινές ρώγες του, δίσταζα ν’ αποφασίσω αν έπρεπε να κάνω ένα μπάνιο όσο οι στρατιώτες θα λεηλατούσαν τα σπίτια.
Ξαφνικά άκουσα κοντά μου πυροβολισμούς και είδα δύο στρατιώτες, τον Σεφίκ και τον Σουλεϊμάν, να φωνάζουν περήφανοι: “Oldurdum, oldurdum, komutanim”, δηλαδή “σκότωσα, σκότωσα, αρχηγέ”. Τους ήξερα. Ήταν χουλιγκάνοι. Πλησίασα προς τα εκεί που έδειχναν χειρονομώντας ενθουσιασμένοι. Μια νέα ευτραφής γυναίκα κειτόταν σφαδάζοντας στο χώμα. Είχε τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και ανοιχτά τα σκέλια απ’ όπου έτρεχαν άσπρα πηχτά υγρά και αίμα. Είχαν αδειάσει τα πιστόλια τους μεσ’ στον κόλπο της. Παρατηρούσα τα χέρια της και τα πόδια της. Μου φαίνονταν μικρότερα απ’ το υπόλοιπο σώμα της. Καθώς την κοίταγα που ξεψύχαγε με χυμένο έξω το σταφύλι των σπλάχνων της, με κόμπους λίπους κολλημένους στο ανοιχτό πληγωμένο φύλο της, με κυρίεψε μια αναγούλα. Ένα προϊστορικό θηλαστικό πιασμένο στα δίχτυα ενός αποτρόπαιου θανάτου.
Την κοίταζα και ένιωθα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει σαν φουσκωτή λαστιχένια κούκλα. Πέταξα πέρα τα σταφύλια. Έκανα μεταβολή κι ακριβώς απέναντι, παρατεταγμένοι στην ευθεία, διακόσιοι είκοσι πέντε στρατιώτες ετοιμάζονταν για την αναφορά, σαν να μην έτρεχε τίποτε. Ο ανθυπολοχαγός Τζεμάλ τους έδινε τις απαραίτητες εντολές παρουσίασης. Ο λοχαγός τους έδινε συγχαρητήρια, επισημαίνοντας ότι η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία. Στα τελευταία λόγια του λοχαγού, κάτι εξερράγη μέσα μου θρυμματίζοντας την απάθεια που το σοκ είχε δημιουργήσει, γυάλινο κλουβί γύρω μου. Δηλαδή θα ‘φευγαν και θα τ’ άφηναν όλα “καθαρά” στο χωριό. Μαζί και τη γυναίκα άταφη, βορά στα όρνια.
Πήδηξα με τ’ όπλο προτεταμένο προς το λοχαγό και ρώτησα κοφτά: “Τι θα γίνει μ’ αυτή τη γυναίκα;”. Θυμήθηκα τα πτώματα που κινούνταν παραμορφωμένα απ’ τη ζέστη και τρελαινόμουν.
Με το δάχτυλο στη σκανδάλη απευθύνθηκα στον Αλκατσόγλου σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. “Διέταξέ τους να τη θάψουν, αλλιώς σε σκοτώνω”. Είδα το φόβο να πλημμυρίζει το βλέμμα του. Έδωσε εντολή να σκάψουν έναν τάφο και να τη ρίξουν μέσα. Υπό την απειλή του όπλου, εκτός εαυτού, τους ανάγκασα να τη σκεπάσουν με τις ματωμένες κουβέρτες της και να βάλουν φωτιά. Εξιλαστήριο πυρ, φλόγες αντί λουλούδια, ήταν ό,τι μπορούσα να προσφέρω μέσα στην κόλαση του πολέμου σ’ αυτή την άγνωστη. Καθώς ανέβαινα με τους άλλους στα καμιόνια να φύγω, με τράνταξε ένα υστερικό γέλιο. Μια σκέψη αταίριαστη στη σοβαρότητα της στιγμής σφήνωσε στο μυαλό μου. Τι μ’ έπιασε και το ‘παιξα Αντιγόνη με όπλο και μουστάκια ξαφνιάζοντας αυτούς τους σκληρούς κι ανυποψίαστους άνδρες;
Μήπως ήταν το πρώτο άταφο κουφάρι που αντίκριζα; Εκατοντάδες ήταν σπαρμένα στα χωράφια. Γιατί αντέδρασα έτσι ειδικά σ’ αυτή τη γυναίκα; Ήταν γιατί δεν μπόρεσα να αποτρέψω τη δολοφονία της, που έγινε μπροστά στα μάτια μου; Ήταν γιατί η στάση του θανάτου της, της αφαιρούσε τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια του φύλου της; Λες κι οι νεκροί νοιάζονται να ‘ναι αξιοπρεπείς! Ήταν γιατί ξεχείλισε το ποτήρι της αηδίας που ένιωθα μέσα μου για τις κτηνωδίες που αντίκριζα κάθε μέρα; Φαντάζομαι πως απάντηση δεν υπάρχει, όχι τουλάχιστον αρκετά λογική για ν’ αντέχει στην κριτική τού μη-εμπόλεμου. Έκανα χρόνια να ξαναφάω σταφύλι. Για εβδομάδες είχα στα μάτια μου εναλλασσόμενες, σαν οπτικό εφφέ ταινίας τρόμου, τις εικόνες του σταφυλιού, των υγρών της νεκρής μήτρας, της νεκρής μήτρας, των σταφυλιών και πάλι απ’ την αρχή.
Κι όμως εκείνο το ίδιο βράδυ του φόνου κοιμήθηκα βαθιά.
Το πρωί μίσησα τον εαυτό μου για την αναισθησία μου. Πώς μπόρεσα; Θυμήθηκα τότε την παροιμία που λέει: “Να μη δώσει ο Θεός στον άνθρωπο όσα μπορεί ν’ αντέξει” και για πρώτη φορά πίστεψα στην αλήθεια της.»
Ξαναθέτω λοιπόν το ερώτημα της επικεφαλίδας: Γιατί δε διδασκόμαστε -ολόκληρη την- Ιστορία της Κύπρου στα σχολεία; Γιατί δεν αναζητούμε τα αίτια και τα αιτιατά όπως πολύ χαρακτηριστικά δήλωσε ο κύριος Αναστασιάδης την περασμένη Δευτέρα (15/07/2013) για τα 39 χρόνια που συμπληρώθηκαν από το Πραξικόπημα στην Κύπρο;
Ποιος είναι άραγε ο λόγος για τον οποίο τέτοιες μαρτυρίες δεν συμπεριλαμβάνονται στα σχολικά μας εγχειρίδια;
Μα φυσικά (!) το σύστημα έχει έτοιμη την απάντησή του: Θα γίνουμε, λένε, φανατισμένος όχλος, και θα μισήσουμε, λένε, τους Τούρκους για τα αποτρόπαια εγκλήματα που διέπραξαν το 1974.
Η ιστορία μας δίδαξε όμως -καλώς ή κακώς- να διαχωρίζουμε τα στοιχειώδη, κύριε Αναστασιάδη, και ήδη γνωρίζουμε ότι η Τουρκική εισβολή του 1974 δεν ήταν ούτε αίτιο, αλλά αιτιατό. Η Τουρκική εισβολή του 1974 ήταν το αποτέλεσμα, η φυσική συνέπεια των πράξεων μας.
Αν υπάρχει κάποιος που πραγματικά θα έπρεπε να μισήσουμε αυτός είναι ο ίδιος μας ο εαυτός -εμείς.
Διότι εμείς και μόνο εμείς δώσαμε την αφορμή, τα αίτια και τα αιτιατά -κανείς άλλος.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στη μερίδα εκείνων που το σύστημα ονομάζει εδώ και 39 χρόνια προδότες -αλλά όλως παραδόξως, δεν τιμωρεί. Αναφέρομαι στον καθένα από εμάς -ακόμη κι αν εγώ δεν έζησα τότε. Αναφέρομαι στην μοίρα ενός λαού. Ενός λαού που μένει πάντα άφωνος, άβουλος κι ανυποψίαστος. Αναφέρομαι σε όλους όσοι με την ψήφο τους νομιμοποιούν αυτό το σύστημα κι αφήνουν τους "γνώμονες" να πέρνουν αποφάσεις. Την αφορμή τη δώσαμε εμείς στους Τούρκους κι αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το βρει κάτω γραμμένο στα χαρτιά, στη περίφημη συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου. Να λοιπόν τι έφερε τους Τούρκους στις ακτές μας -η ανάγκη να επιβάλουν τάξιν και ηθικήν διότι εμείς αδυνατούσαμε, διότι το σύστημα απέτυχε παταγωδώς. Και μιλώ για σύστημα και όχι για πρόσωπα διότι σκοπός μου δεν είναι να κατηγορήσω τον Χ ή τον Ψ, αλλά γράφοντας αυτό το κείμενο θέλω να εκφράσω τον έντονο προβληματισμό μου όσον αφορά το σύστημα και τους κηφήνες αυτού του συστήματος οι οποίοι εδώ και 53 χρόνια (από το 1960 που ανακηρυχθήκαμε ανεξάρτητη Δημοκρατία) ανακυκλώνονται μέσα σ'αυτό. Γράφοντας αυτό το κείμενο, αποσκοπώ να αναφερθώ στον καθένα από μας ξεχωριστά και σ'όλους εμάς μαζί ή τουλάχιστον σε όλους όσοι μέχρι σήμερα νομιμοποιούν αυτό το σύστημα. Σύμφωνοι, οι Τούρκοι ήσαν βάρβαροι και αναίσχυντοι, σύμφωνοι, ο άμαχος πληθυσμός δεν έφταιγε σε τίποτε, σύμφωνοι, άδικα χάθηκαν τόσες ανθρώπινες ζωές. Μπορεί το φονικό όπλο να ήσαν οι Τούρκοι, όμως το όπλο δεν είναι παρά ένα εργαλείο, ένα μέσο, αν θέλετε, κάτι άψυχο. Το θέμα είναι ποιος είχε τραβήξει τη σκανδάλη -κι αυτοί ήμασταν εμείς. Κι αυτή τη σκανδάλη την τραβάμε μέχρι σήμερα αφού -με την ίδια απερισκεψία- εξακολουθούμε να νομιμοποιούμε αυτό το σύστημα με την ψήφο μας. Πάρτε για παράδειγμα την υπόθεση του Μαρί. Η φονική έκρηξη ήταν το αποτέλεσμα. Η εκρηκτική ύλη το φονικό όπλο. Υπάρχει άνθρωπος στα λογικά του που θα κατηγορούσε τα εκρηκτικά επειδή πήραν έκαναν έκρηξη; Εμείς είμαστε οι φονιάδες, διότι εμείς -ο πάντα άφωνος, ο πάντα άβουλος, ο πάντα ανυποψίαστος, ο πάντα αδιαμαρτύρητος λαός- που με την ψήφο του συνεχίζει να νομιμοποιεί κυβερνήσεις και να διαιωνίζει ένα σύστημα που είναι στηριγμένο πάνω σε σαθρά θεμέλια. Τέτοια είναι οι δύναμή μας κι όμως (!) ως τέτοια που είναι δεν την αντιλαμβανόμεθα!
Γιατί δε συνενώνουμε λοιπόν τις δυνάμεις μας πέρα από κομματικούς διαχωρισμούς, πέρα από χρωματισμούς και ιδεολογίες, πέρα από την εκάστοτε κυβέρνηση, με στόχο και σκοπό την λάμψη της αλήθειας, την απόδοση της δικαιοσύνης, ένα τέλος σε αυτά τα εγκλήματα, τα μικρά και τα μεγάλα, που μπροστά στα μάτια μας διαπράττονταν και συνεχίζουν να διαπράττονται, μέρα παρά μέρα. "Ο λαός που ξεχνά την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει". Ας τολμήσει κάποιος να ανοίξει επιτέλους φακέλους, να βγάλει στη φόρα μαρτυρίες, να πει τα πράγματα με το όνομά τους και να τα γράψει κάτω επίσης. Γιατί μόνο τότε θα μπορούμε να οργιστούμε πραγματικά, μόνο τότε θα μπορέσουμε εκ του αποτελέσματος να βρούμε την αιτιά, μόνο με εικόνες και τεκμήρια κι όχι με απλές περιλήψεις θα ξυπνήσουμε για να απαιτήσουμε να μπει ένα τέλος σε αυτό το καλοστημένο θέατρο του παραλόγου.
Πηγή μαρτυρίας:
ΤΑ ΝΕΑ , 21-10-1998
ΓΙΑΝΝΗΣ Ε. ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ
«Θα σου πω για τη δολοφονία μιας γυναίκας, μια κτηνώδη πράξη που όσο ζω δε θα σβήσει απ’ το μυαλό μου. Ήμασταν σε κάποιο χωριό, δε θυμάμαι πια τ’ όνομά του, για εκκαθαριστική επιχείρηση υπό τις διαταγές του λοχαγού Αλκατσόγλου. Σ’ ένα από αυτά τα χωριά της Κύπρου τα γεμάτα κυπαρίσσια κι ευκάλυπτους. Ανταλλάσσονταν λίγοι πυροβολισμοί κι εγώ χώθηκα σ’ ένα κήπο γεμάτο άγουρα ακόμα σταφύλια, σε μια άκρη του οποίου υπήρχε μια μικρή στέρνα. Έκοψα ένα τσαμπί σταφύλι και όπως γευόμουν τις ξινές ρώγες του, δίσταζα ν’ αποφασίσω αν έπρεπε να κάνω ένα μπάνιο όσο οι στρατιώτες θα λεηλατούσαν τα σπίτια.
Ξαφνικά άκουσα κοντά μου πυροβολισμούς και είδα δύο στρατιώτες, τον Σεφίκ και τον Σουλεϊμάν, να φωνάζουν περήφανοι: “Oldurdum, oldurdum, komutanim”, δηλαδή “σκότωσα, σκότωσα, αρχηγέ”. Τους ήξερα. Ήταν χουλιγκάνοι. Πλησίασα προς τα εκεί που έδειχναν χειρονομώντας ενθουσιασμένοι. Μια νέα ευτραφής γυναίκα κειτόταν σφαδάζοντας στο χώμα. Είχε τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και ανοιχτά τα σκέλια απ’ όπου έτρεχαν άσπρα πηχτά υγρά και αίμα. Είχαν αδειάσει τα πιστόλια τους μεσ’ στον κόλπο της. Παρατηρούσα τα χέρια της και τα πόδια της. Μου φαίνονταν μικρότερα απ’ το υπόλοιπο σώμα της. Καθώς την κοίταγα που ξεψύχαγε με χυμένο έξω το σταφύλι των σπλάχνων της, με κόμπους λίπους κολλημένους στο ανοιχτό πληγωμένο φύλο της, με κυρίεψε μια αναγούλα. Ένα προϊστορικό θηλαστικό πιασμένο στα δίχτυα ενός αποτρόπαιου θανάτου.
Την κοίταζα και ένιωθα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει σαν φουσκωτή λαστιχένια κούκλα. Πέταξα πέρα τα σταφύλια. Έκανα μεταβολή κι ακριβώς απέναντι, παρατεταγμένοι στην ευθεία, διακόσιοι είκοσι πέντε στρατιώτες ετοιμάζονταν για την αναφορά, σαν να μην έτρεχε τίποτε. Ο ανθυπολοχαγός Τζεμάλ τους έδινε τις απαραίτητες εντολές παρουσίασης. Ο λοχαγός τους έδινε συγχαρητήρια, επισημαίνοντας ότι η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία. Στα τελευταία λόγια του λοχαγού, κάτι εξερράγη μέσα μου θρυμματίζοντας την απάθεια που το σοκ είχε δημιουργήσει, γυάλινο κλουβί γύρω μου. Δηλαδή θα ‘φευγαν και θα τ’ άφηναν όλα “καθαρά” στο χωριό. Μαζί και τη γυναίκα άταφη, βορά στα όρνια.
Πήδηξα με τ’ όπλο προτεταμένο προς το λοχαγό και ρώτησα κοφτά: “Τι θα γίνει μ’ αυτή τη γυναίκα;”. Θυμήθηκα τα πτώματα που κινούνταν παραμορφωμένα απ’ τη ζέστη και τρελαινόμουν.
Με το δάχτυλο στη σκανδάλη απευθύνθηκα στον Αλκατσόγλου σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. “Διέταξέ τους να τη θάψουν, αλλιώς σε σκοτώνω”. Είδα το φόβο να πλημμυρίζει το βλέμμα του. Έδωσε εντολή να σκάψουν έναν τάφο και να τη ρίξουν μέσα. Υπό την απειλή του όπλου, εκτός εαυτού, τους ανάγκασα να τη σκεπάσουν με τις ματωμένες κουβέρτες της και να βάλουν φωτιά. Εξιλαστήριο πυρ, φλόγες αντί λουλούδια, ήταν ό,τι μπορούσα να προσφέρω μέσα στην κόλαση του πολέμου σ’ αυτή την άγνωστη. Καθώς ανέβαινα με τους άλλους στα καμιόνια να φύγω, με τράνταξε ένα υστερικό γέλιο. Μια σκέψη αταίριαστη στη σοβαρότητα της στιγμής σφήνωσε στο μυαλό μου. Τι μ’ έπιασε και το ‘παιξα Αντιγόνη με όπλο και μουστάκια ξαφνιάζοντας αυτούς τους σκληρούς κι ανυποψίαστους άνδρες;
Μήπως ήταν το πρώτο άταφο κουφάρι που αντίκριζα; Εκατοντάδες ήταν σπαρμένα στα χωράφια. Γιατί αντέδρασα έτσι ειδικά σ’ αυτή τη γυναίκα; Ήταν γιατί δεν μπόρεσα να αποτρέψω τη δολοφονία της, που έγινε μπροστά στα μάτια μου; Ήταν γιατί η στάση του θανάτου της, της αφαιρούσε τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια του φύλου της; Λες κι οι νεκροί νοιάζονται να ‘ναι αξιοπρεπείς! Ήταν γιατί ξεχείλισε το ποτήρι της αηδίας που ένιωθα μέσα μου για τις κτηνωδίες που αντίκριζα κάθε μέρα; Φαντάζομαι πως απάντηση δεν υπάρχει, όχι τουλάχιστον αρκετά λογική για ν’ αντέχει στην κριτική τού μη-εμπόλεμου. Έκανα χρόνια να ξαναφάω σταφύλι. Για εβδομάδες είχα στα μάτια μου εναλλασσόμενες, σαν οπτικό εφφέ ταινίας τρόμου, τις εικόνες του σταφυλιού, των υγρών της νεκρής μήτρας, της νεκρής μήτρας, των σταφυλιών και πάλι απ’ την αρχή.
Κι όμως εκείνο το ίδιο βράδυ του φόνου κοιμήθηκα βαθιά.
Το πρωί μίσησα τον εαυτό μου για την αναισθησία μου. Πώς μπόρεσα; Θυμήθηκα τότε την παροιμία που λέει: “Να μη δώσει ο Θεός στον άνθρωπο όσα μπορεί ν’ αντέξει” και για πρώτη φορά πίστεψα στην αλήθεια της.»
Ξαναθέτω λοιπόν το ερώτημα της επικεφαλίδας: Γιατί δε διδασκόμαστε -ολόκληρη την- Ιστορία της Κύπρου στα σχολεία; Γιατί δεν αναζητούμε τα αίτια και τα αιτιατά όπως πολύ χαρακτηριστικά δήλωσε ο κύριος Αναστασιάδης την περασμένη Δευτέρα (15/07/2013) για τα 39 χρόνια που συμπληρώθηκαν από το Πραξικόπημα στην Κύπρο;
Ποιος είναι άραγε ο λόγος για τον οποίο τέτοιες μαρτυρίες δεν συμπεριλαμβάνονται στα σχολικά μας εγχειρίδια;
Μα φυσικά (!) το σύστημα έχει έτοιμη την απάντησή του: Θα γίνουμε, λένε, φανατισμένος όχλος, και θα μισήσουμε, λένε, τους Τούρκους για τα αποτρόπαια εγκλήματα που διέπραξαν το 1974.
Η ιστορία μας δίδαξε όμως -καλώς ή κακώς- να διαχωρίζουμε τα στοιχειώδη, κύριε Αναστασιάδη, και ήδη γνωρίζουμε ότι η Τουρκική εισβολή του 1974 δεν ήταν ούτε αίτιο, αλλά αιτιατό. Η Τουρκική εισβολή του 1974 ήταν το αποτέλεσμα, η φυσική συνέπεια των πράξεων μας.
Αν υπάρχει κάποιος που πραγματικά θα έπρεπε να μισήσουμε αυτός είναι ο ίδιος μας ο εαυτός -εμείς.
Διότι εμείς και μόνο εμείς δώσαμε την αφορμή, τα αίτια και τα αιτιατά -κανείς άλλος.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στη μερίδα εκείνων που το σύστημα ονομάζει εδώ και 39 χρόνια προδότες -αλλά όλως παραδόξως, δεν τιμωρεί. Αναφέρομαι στον καθένα από εμάς -ακόμη κι αν εγώ δεν έζησα τότε. Αναφέρομαι στην μοίρα ενός λαού. Ενός λαού που μένει πάντα άφωνος, άβουλος κι ανυποψίαστος. Αναφέρομαι σε όλους όσοι με την ψήφο τους νομιμοποιούν αυτό το σύστημα κι αφήνουν τους "γνώμονες" να πέρνουν αποφάσεις. Την αφορμή τη δώσαμε εμείς στους Τούρκους κι αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το βρει κάτω γραμμένο στα χαρτιά, στη περίφημη συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου. Να λοιπόν τι έφερε τους Τούρκους στις ακτές μας -η ανάγκη να επιβάλουν τάξιν και ηθικήν διότι εμείς αδυνατούσαμε, διότι το σύστημα απέτυχε παταγωδώς. Και μιλώ για σύστημα και όχι για πρόσωπα διότι σκοπός μου δεν είναι να κατηγορήσω τον Χ ή τον Ψ, αλλά γράφοντας αυτό το κείμενο θέλω να εκφράσω τον έντονο προβληματισμό μου όσον αφορά το σύστημα και τους κηφήνες αυτού του συστήματος οι οποίοι εδώ και 53 χρόνια (από το 1960 που ανακηρυχθήκαμε ανεξάρτητη Δημοκρατία) ανακυκλώνονται μέσα σ'αυτό. Γράφοντας αυτό το κείμενο, αποσκοπώ να αναφερθώ στον καθένα από μας ξεχωριστά και σ'όλους εμάς μαζί ή τουλάχιστον σε όλους όσοι μέχρι σήμερα νομιμοποιούν αυτό το σύστημα. Σύμφωνοι, οι Τούρκοι ήσαν βάρβαροι και αναίσχυντοι, σύμφωνοι, ο άμαχος πληθυσμός δεν έφταιγε σε τίποτε, σύμφωνοι, άδικα χάθηκαν τόσες ανθρώπινες ζωές. Μπορεί το φονικό όπλο να ήσαν οι Τούρκοι, όμως το όπλο δεν είναι παρά ένα εργαλείο, ένα μέσο, αν θέλετε, κάτι άψυχο. Το θέμα είναι ποιος είχε τραβήξει τη σκανδάλη -κι αυτοί ήμασταν εμείς. Κι αυτή τη σκανδάλη την τραβάμε μέχρι σήμερα αφού -με την ίδια απερισκεψία- εξακολουθούμε να νομιμοποιούμε αυτό το σύστημα με την ψήφο μας. Πάρτε για παράδειγμα την υπόθεση του Μαρί. Η φονική έκρηξη ήταν το αποτέλεσμα. Η εκρηκτική ύλη το φονικό όπλο. Υπάρχει άνθρωπος στα λογικά του που θα κατηγορούσε τα εκρηκτικά επειδή πήραν έκαναν έκρηξη; Εμείς είμαστε οι φονιάδες, διότι εμείς -ο πάντα άφωνος, ο πάντα άβουλος, ο πάντα ανυποψίαστος, ο πάντα αδιαμαρτύρητος λαός- που με την ψήφο του συνεχίζει να νομιμοποιεί κυβερνήσεις και να διαιωνίζει ένα σύστημα που είναι στηριγμένο πάνω σε σαθρά θεμέλια. Τέτοια είναι οι δύναμή μας κι όμως (!) ως τέτοια που είναι δεν την αντιλαμβανόμεθα!
Γιατί δε συνενώνουμε λοιπόν τις δυνάμεις μας πέρα από κομματικούς διαχωρισμούς, πέρα από χρωματισμούς και ιδεολογίες, πέρα από την εκάστοτε κυβέρνηση, με στόχο και σκοπό την λάμψη της αλήθειας, την απόδοση της δικαιοσύνης, ένα τέλος σε αυτά τα εγκλήματα, τα μικρά και τα μεγάλα, που μπροστά στα μάτια μας διαπράττονταν και συνεχίζουν να διαπράττονται, μέρα παρά μέρα. "Ο λαός που ξεχνά την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει". Ας τολμήσει κάποιος να ανοίξει επιτέλους φακέλους, να βγάλει στη φόρα μαρτυρίες, να πει τα πράγματα με το όνομά τους και να τα γράψει κάτω επίσης. Γιατί μόνο τότε θα μπορούμε να οργιστούμε πραγματικά, μόνο τότε θα μπορέσουμε εκ του αποτελέσματος να βρούμε την αιτιά, μόνο με εικόνες και τεκμήρια κι όχι με απλές περιλήψεις θα ξυπνήσουμε για να απαιτήσουμε να μπει ένα τέλος σε αυτό το καλοστημένο θέατρο του παραλόγου.
Πηγή μαρτυρίας:
ΤΑ ΝΕΑ , 21-10-1998
ΓΙΑΝΝΗΣ Ε. ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ
Κυριακή 26 Μαΐου 2013
Χόρχε Μπουκάι - ''Να σου πω μια ιστορία"
Υπάρχει
μια παλιά ιστορία για ένα παιδί που πήγε να ζητήσει τη βοήθεια ενός
σοφού: ''Ήρθα, δάσκαλε, γιατί νοιώθω τόσο ασήμαντος που δεν έχω όρεξη να
κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά,
ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πως μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για
να με εκτιμήσουν περισσότερο;''
Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε: ''Πόσο λυπάμαι, αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά, ίσως...'' και ύστερα από μια παύση συνέχισε : ''Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω.''
''Ε… μετά χαράς, δάσκαλε'' είπε διστακτικά ο νεαρός, νοιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν για άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.
''Ωραία'' συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας :''Πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς για αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς.''
Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι κι έφυγε. Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι’ αυτό. Όταν το παιδί έλεγε ''ένα χρυσό φλουρί'' άλλοι γελούσαν, άλλοι του γύριζαν τις πλάτες και μόνο ένας γέροντας φάνηκε αρκετά ευγενικός για να μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι ένα χρυσό φλουρί ήταν πάρα πολύ για ένα δαχτυλίδι. Θέλοντας να βοηθήσει, ένας του πρόσφερε ένα ασημένιο νόμισμα κι ένα μπακιρένιο τάσι, όμως, ο νεαρός είχε οδηγίες να μη δεχτεί λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί κι έτσι απέρριψε την προσφορά.
Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στο δρόμο του στην αγορά – και σίγουρα θα ήταν πάνω από εκατό άτομα – , παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το άλογο και γύρισε πίσω. Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλυτώσει από το πρόβλημά του. Έτσι, θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.
Μπήκε μέσα στην κάμαρη. ''Δάσκαλε'' είπε, ''λυπάμαι. Είναι αδύνατο να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως, νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.''
''Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε'' απάντησε χαμογελώντας ο δάσκαλος. ''Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού.
Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησέ τον πόσα μπορεί να πιάσει. Όμως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι.''
Ο νεαρός καβάλησε το άλογο κι έφυγε πάλι. Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με το φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί: ''Πες στο δάσκαλο, αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του.''
''Πενήντα οχτώ χρυσά;'' φώναξε το παιδί. ''Ναι'' απάντησε ο κοσμηματοπώλης. ''Βέβαια, με λίγη υπομονή θα μπορούσαμε να βγάλουμε γύρω στα εβδομήντα χρυσά φλουριά, όμως, αν είναι επείγον…'' Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα καθέκαστα.
''Κάθισε'' του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. ''Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. Ένα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. Και σαν τέτοιο, πρέπει να σ΄ εκτιμήσει ένας αληθινός ειδικός. Γιατί στη ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία;'' Και μ’ αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο του αριστερού του χεριού.
Είσαι φτιαγμένος από ταλέντα, σοφία και αγάπη. Είσαι όλα όσα αναζητάς, τα έχεις όλα μέσα σου. Ποτέ δεν μας χαρακτηρίζει αυτό που μας κάνουν οι άλλοι, μας χαρακτηρίζει αυτό που επιστρέφουμε εμείς στους άλλους. Αν έχω την πεποίθηση ότι δεν αξίζω, τότε το υποσυνείδητό μου θα κάνει τα πάντα για να επιβεβαιώσει αυτή μου την πεποίθηση.
Είναι αναγκαίο να αλλάξουμε τις περιοριστικές μας πεποιθήσεις, γιατί μας κοστίζουν πολύ πόνο. Οι πεποιθήσεις μας γίνονται συναισθήματα, τα συναισθήματα γίνονται συμπεριφορές, οι συμπεριφορές φέρνουν αποτελέσματα.
Για να αλλάξουμε τα αποτελέσματα που παίρνουμε από τις πράξεις μας, χρειάζεται να αλλάξουμε τις πεποιθήσεις που έχουμε. Αντί να ζητάμε την αποδοχή από τους γύρω μας, χρειάζεται να δώσουμε εμείς οι ίδιοι την αποδοχή στον εαυτό μας, όχι όταν θα αποκτήσουμε χρήματα, όχι όταν θα πετύχουμε εκείνο ή το άλλο, αλλά ΤΩΡΑ έτσι όπως ακριβώς είμαστε αυτή τη στιγμή, να αποδεχτούμε τον εαυτό μας και αν το κάνουμε αυτό, τότε και οι άλλοι γύρω μας θα αρχίσουν να μας δείχνουν την αποδοχή τους. Δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά.
Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε: ''Πόσο λυπάμαι, αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά, ίσως...'' και ύστερα από μια παύση συνέχισε : ''Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω.''
''Ε… μετά χαράς, δάσκαλε'' είπε διστακτικά ο νεαρός, νοιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν για άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.
''Ωραία'' συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας :''Πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς για αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς.''
Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι κι έφυγε. Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι’ αυτό. Όταν το παιδί έλεγε ''ένα χρυσό φλουρί'' άλλοι γελούσαν, άλλοι του γύριζαν τις πλάτες και μόνο ένας γέροντας φάνηκε αρκετά ευγενικός για να μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι ένα χρυσό φλουρί ήταν πάρα πολύ για ένα δαχτυλίδι. Θέλοντας να βοηθήσει, ένας του πρόσφερε ένα ασημένιο νόμισμα κι ένα μπακιρένιο τάσι, όμως, ο νεαρός είχε οδηγίες να μη δεχτεί λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί κι έτσι απέρριψε την προσφορά.
Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στο δρόμο του στην αγορά – και σίγουρα θα ήταν πάνω από εκατό άτομα – , παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το άλογο και γύρισε πίσω. Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλυτώσει από το πρόβλημά του. Έτσι, θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.
Μπήκε μέσα στην κάμαρη. ''Δάσκαλε'' είπε, ''λυπάμαι. Είναι αδύνατο να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως, νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.''
''Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε'' απάντησε χαμογελώντας ο δάσκαλος. ''Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού.
Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησέ τον πόσα μπορεί να πιάσει. Όμως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι.''
Ο νεαρός καβάλησε το άλογο κι έφυγε πάλι. Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με το φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί: ''Πες στο δάσκαλο, αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του.''
''Πενήντα οχτώ χρυσά;'' φώναξε το παιδί. ''Ναι'' απάντησε ο κοσμηματοπώλης. ''Βέβαια, με λίγη υπομονή θα μπορούσαμε να βγάλουμε γύρω στα εβδομήντα χρυσά φλουριά, όμως, αν είναι επείγον…'' Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα καθέκαστα.
''Κάθισε'' του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. ''Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. Ένα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. Και σαν τέτοιο, πρέπει να σ΄ εκτιμήσει ένας αληθινός ειδικός. Γιατί στη ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία;'' Και μ’ αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο του αριστερού του χεριού.
Είσαι φτιαγμένος από ταλέντα, σοφία και αγάπη. Είσαι όλα όσα αναζητάς, τα έχεις όλα μέσα σου. Ποτέ δεν μας χαρακτηρίζει αυτό που μας κάνουν οι άλλοι, μας χαρακτηρίζει αυτό που επιστρέφουμε εμείς στους άλλους. Αν έχω την πεποίθηση ότι δεν αξίζω, τότε το υποσυνείδητό μου θα κάνει τα πάντα για να επιβεβαιώσει αυτή μου την πεποίθηση.
Είναι αναγκαίο να αλλάξουμε τις περιοριστικές μας πεποιθήσεις, γιατί μας κοστίζουν πολύ πόνο. Οι πεποιθήσεις μας γίνονται συναισθήματα, τα συναισθήματα γίνονται συμπεριφορές, οι συμπεριφορές φέρνουν αποτελέσματα.
Για να αλλάξουμε τα αποτελέσματα που παίρνουμε από τις πράξεις μας, χρειάζεται να αλλάξουμε τις πεποιθήσεις που έχουμε. Αντί να ζητάμε την αποδοχή από τους γύρω μας, χρειάζεται να δώσουμε εμείς οι ίδιοι την αποδοχή στον εαυτό μας, όχι όταν θα αποκτήσουμε χρήματα, όχι όταν θα πετύχουμε εκείνο ή το άλλο, αλλά ΤΩΡΑ έτσι όπως ακριβώς είμαστε αυτή τη στιγμή, να αποδεχτούμε τον εαυτό μας και αν το κάνουμε αυτό, τότε και οι άλλοι γύρω μας θα αρχίσουν να μας δείχνουν την αποδοχή τους. Δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)