Υπάρχουν τόσα που δεν ξέρεις ακόμη. Τόσα που δε θα μάθεις ποτέ. Αυτά που έχει τόσο καλά καταφέρει να τα θάψει μέσα της σε τέτοιο σημείο που πραγματικά αμφιβάλλει αν όντως έγιναν. Δε στο κρύβω ότι τα καταφέρνει καλά σε αυτό -αναγκάστηκε να μάθει-. Κι έτσι πια, όλα της φαίνονται μια μακρινή ανάμνηση -σα να μην τα έζησε εκείνη, σα να μην τα έπραξε εκείνη- τόσο πολύ έχει αλλοτριωθεί από αυτά.
Όσο κυλά αίμα στις φλέβες της όμως θα συνεχίσει να νιώθει το δηλητήριο τους. Αυτή είναι η τιμωρία της. Να θυμάται. Έστω κι αν αυτό κατάφερε να το μειώσει, έστω κι αν κατάφερε να τα κρύψει όλα τόσο βαθιά μέσα της. Ποτέ δε θα μπορέσει να τους ξεφύγει. Θαρρεί πως δε θα σβηστούν. Κι αν έπαψε να νιώθει -θυμάται-. Θυμάται λοιπόν πώς ήταν κάποτε η ζωή. Της έχουν μείνει εξάλλου κατάλοιπα από εκείνο τον τελειωμένο εαυτό. Ξέρει πώς είναι ν'αγαπάς, να δένεσαι, να δίνεις, να δίνεις τα πάντα, όλη σου την ενέργεια και όλο σου το είναι. Ξέρει πώς είναι να πιστεύεις ότι ζεις για κάποιον, ξέρει πώς είναι να του αφιερώνεσαι ολοκληρωτικά. Τα θυμάται, έστω και χωρίς το συναίσθημα, θυμάται πως κάποτε ήξερε πώς έμοιαζαν όλα αυτά. Μα πιο πολύ θυμάται τη στιγμή που φεύγει. Έφυγε λοιπόν με το χειρότερο τρόπο. Θυμάται έναν εαυτό να καταρρέει, να πέφτει στα πατώματα κυριολεκτικά και να εύχεται να τελειώσει η ζωή του. Θυμάται πως έκλαιγε με λυγμούς το βράδυ -μόνο τότε μπορούσε-, θυμάται να τη γονατίζει ο πόνος, κυριολεκτικά, θυμάται τις σπασμωδικές της κινήσεις και ένα πόνο στην ψυχή της λες κι ήθελε να βγει από μέσα της για να λυτρωθεί. Θυμάται δάκρυα, καυτά δάκρυα, δάκρυα ποτάμι, θυμάται νύχτες που ήθελε να φωνάξει μα δεν μπορούσε, θυμάται το μαξιλάρι που το έπαιρνε σφιχτά στα χέρια της και το δάγκωνε με όλη της τη δύναμη, μη βγει η μιλιά της, μη λυγίσει και ουρλιάξει και την ακούσει κανείς μες τη νύχτα και διερωτηθεί. Θυμάται πως τα πέρασε όλα αυτά, πως νεκρώθηκε η ψυχή της, πόσο μαύρη την ένιωθε, πόσο τη σιχάθηκε, θυμάται πως περίμενε το θάνατο να 'ρθει να τη λυτρώσει, πίστευε ότι έκλεισε, ότι τέλειωσε, δεν ήθελε να δει τίποτα άλλο, μήτε να νιώσει, με τι δύναμη άλλωστε; Τη θυμάμαι απεγνωσμένη και θυμάμαι πως ένιωθε μόνη. Τη θαυμάζω κιόλας! Πώς τ'άντεξε και δε μίλησε; Πώς τα κατάφερε; Πού βρήκε την ψυχραιμία; Κι όμως, είναι ακόμα εδώ και έμαθε τώρα. Έμαθε ότι οι άνθρωποι πάνε και έρχονται. Έμαθε πως μπορεί ν'αγαπήσει όσο θέλει αλλά ξέρει τώρα, ξέρει ότι κανείς δεν πέθανε από αγάπη κι ούτε πρόκειται. Κι όμως, θυμάται ακόμη. Δε θα ξεχάσει ποτέ. Κι έτσι, πάντα θα νιώθει την ανάγκη να φεύγει εκείνη πια, μα δε θα φεύγει από δειλία μα μόνο γιατί θα θέλει πια να δει ποιος θα την ψάξει μες τον κόσμο αυτό που όλοι και όλα χάνονται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου