Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Mind your mind. {Έρως Ανίκατε μάχαν(;)} Ματαιότης Ματαιοτήτων τα Πάντα Ματαιότης!

Τον πιο ιδανικό της έρωτα τον έζησε μες το μυαλό της, θαρρώ.
Στον ήχο της κρυστάλλινης του φωνής, ξυπνούσε.
Ήταν η μόνη της έγνοια, ο κόσμος της όλος. Μια μικρή φυλακή μέσα στην οποία έβρισκε τη λύτρωση. Την είχε απορροφήσει ολότελα.
Ακόμη κι όταν κλειστά ήταν τα βλέφαρα της, τον έβλεπε να της χαμογελά και να της παίρνει όλες τις αγωνίες μακριά και να τις ρίχνει στο απέραντο κενό-εκεί όπου τους άρμοζε να κείτονται εξάλλου.
Τον λάτρευε σαν το μικρό της θεό. Για ώρες πολλές του μιλούσε και ξεδιπλώνονταν μπροστά στα μάτια της εικόνες πεντακάθαρες. Ήχοι απερίγραπτοι και μεθυστικές μελωδίες την παράσερναν αδιάκοπα. Όλα έμοιαζαν τόσο αληθινά που είχε πεισθεί ότι τα ζούσε.
Ερχόντουσαν, όμως, στιγμές που δεν μπορούσε άλλο να ξεγελά τον εαυτό της. Ερχόντουσαν στιγμές που ήθελε στ'αλήθεια να μπορούσε να 'νιωθε το χάδι του. Πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο όμως, έχοντας αιώνιο εχθρό τον ίδιο της τον εαυτό; Αν δεν πολεμούσε η ίδια, ποιος θα το'κανε για εκείνην; Η μάχη του έρωτα, που τόσο απερίσκεπτα και αταίριαστα έριχνε τα βέλη του -πάντα τη λάθος στιγμή, σε λάθος μέρη- ήταν χαμένη από χέρι...
Κάπως έτσι, λοιπόν, αναγκάστηκε να τα "βολέψει". Κουβέντα δεν έλεγε. Το μυστικό θα το 'παιρνε στον τάφο της.
Μαζί και την αγάπη που του είχε.

Τον πιο ιδανικό του έρωτα τον έζησε μες το μυαλό του, θαρρώ.
Στον ήχο της κρυστάλλινης της φωνής, ξυπνούσε.
Ήταν η μόνη του έγνοια, ο κόσμος του όλος. Μια μικρή φυλακή μέσα στην οποία έβρισκε τη λύτρωση. Τον είχε απορροφήσει ολότελα.
Ακόμη κι όταν κλειστά ήταν τα βλέφαρα του, την έβλεπε να του χαμογελά και να του παίρνει όλες τις αγωνίες μακριά και να τις ρίχνει στο απέραντο κενό-εκεί όπου τους άρμοζε να κείτονται εξάλλου.
Την λάτρευε σαν το μικρό του θεό. Για ώρες πολλές της μιλούσε και ξεδιπλώνονταν μπροστά στα μάτια του εικόνες πεντακάθαρες. Ήχοι απερίγραπτοι και μεθυστικές μελωδίες τον παράσερναν αδιάκοπα. Όλα έμοιαζαν τόσο αληθινά που είχε πεισθεί ότι τα ζούσε.
Ερχόντουσαν, όμως, στιγμές που δεν μπορούσε άλλο να ξεγελά τον εαυτό του. Ερχόντουσαν στιγμές που ήθελε στ'αλήθεια να μπορούσε να 'νιωθε το χάδι της. Πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο όμως, έχοντας αιώνιο εχθρό τον ίδιο του τον εαυτό; Αν δεν πολεμούσε ο ίδιος, ποιος θα το'κανε για εκείνον; Η μάχη του έρωτα, που τόσο απερίσκεπτα και αταίριαστα έριχνε τα βέλη του -πάντα τη λάθος στιγμή, σε λάθος μέρη- ήταν χαμένη από χέρι...
Κάπως έτσι, λοιπόν, αναγκάστηκε να τα "βολέψει". Κουβέντα δεν έλεγε. Το μυστικό θα το 'παιρνε στον τάφο του.
Μαζί και την αγάπη που της είχε.

2 σχόλια:

  1. Μου εφερε πολλες σκεψεις στο μυαλο...Αλλα πιο πολυ μου διαβασε ενα ποιημα που ειχα διαβασει εναν παλιο καιρο...Αυτο μου δημιουργησε το κειμενο σου.
    Ειναι του Heine (μεταφραση του Καρυωτακη)


    Sie liebten sich beide
    ----------------------
    Αγάπαγαν ο ένας τον άλλονε,
    μα δίχως γι' αυτό να μιλήσουν.
    Με μίσος αλλάζανε βλέμματα,
    κι από έρωτα θέλαν να σβήσουν.

    Εχώρισαν έπειτα, φύγανε
    μες στ' όνειρο μόνο ειδώθηκαν.
    Πεθάνανε πια και δεν έμαθαν:
    εμίσησαν, ή αγαπηθήκαν;


    Την καλησπερα μου! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα και σε σένα Αλχημιστή.
    Όμορφο το ποίημα που παραθέτεις, σ'ευχαριστώ που το μοιράστηκες :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή