Αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί, είχαν αλλάξει πολλά πράγματα από τότε.
Κυρίως όμως, αν και το αρνιόταν πεισματικά, είχε αλλάξει Εκείνη.
Είχαν αλλάξει πολλά πράγματα από τότε κι αυτό ήταν απόλυτα φυσιολογικό και αναμενόμενο. Η ζωή προχωρά, ο χρόνος κυλά και διάφορες αλλαγές επέρχονται.
Έβλεπε κι αντιμετώπιζε κάποιες καταστάσεις με άλλο μάτι, ίσως πιο ψύχραιμα, πιο δυναμικά.
Είχε μάθει να γίνεται πιο ανεχτική με πράγματα και καταστάσεις που την ενοχλούσαν -όπως κάθε σοβαρός ενήλικας.
Δεν παραπονιόταν εύκολα, δεν ανοιγόταν εύκολα, όχι σε όλους τουλάχιστον, μάλλον σε ελάχιστους -σε πολύ λιγότερους σε σχέση με πριν.
Προτίμησε την εσωστρέφεια και εκεί μέσα, συνέχιζε να διατηρεί τον κόσμο της, ο οποίος αν και φαινόταν διαφορετικός, δεν ήταν.
Τα συναισθήματα της συνέχιζαν να παραμένουν εκεί. Όχι το ίδιο αγνά όπως παλιά ίσως, ούτε τόσο ανεπηρέαστα. Όμως ήταν εκεί, έντονα και δυνατά. Υπήρχε μια πλευρά μέσα της που ήθελε απεγνωσμένα να τρέξει πίσω... Πίσω στην τρέλα, το δόσιμο και τον αυθορμητισμό. Ίσως και την απερισκεψία. Την ανεμελιά. Υπήρχε μια πλευρά μέσα της που διψούσε για λίγη ακόμα ελευθερία, μια πλευρά που ήθελε να γευτεί τις χαρές της ζωής χωρίς διλήμματα και φραγμούς, χωρίς έγνοια για το μετά. Ένα κομμάτι ενός χαμένου εαυτού που ήθελε να μην υπολογίσει τίποτα και κανέναν, ένα κομμάτι που διψούσε για λίγες στιγμές ευτυχίας.
Τέτοια πράγματα όμως δεν είναι σοβαρά στον κόσμο ενός ενήλικα. Κι είχε αρχίσει να αλλάζει. Όλα αυτά που τόσο πεισματικά αρνιόταν πως θα της συνέβαιναν, έρχονταν αργά και αθόρυβα, ανεβαίνοντας τα σκαλάκια της συνείδησης της ένα-ένα και της θύμιζαν ότι δεν μπορούσε ποτέ πια ξανά να γίνει η ίδια που ήταν πριν. Έπρεπε να μάθει να ζει με τον νέο της εαυτό, εκείνον που υπολόγιζε, που νοιαζόταν, που ήθελε να δει εξώ από το δικό του εγώ. Τον εαυτό που ήταν περικυκλωμένος από αγαπημένους ανθρώπους, μια απαιτητική και πάντα επικριτική κοινωνία και όρια. Φραγμούς. Λογική. Όμως η λογική δε χωρούσε στο συναίσθημα. Δεν μπορούσε να χωρέσει, ήταν αδύνατον. Κι αυτό την προβλημάτιζε και την ανησυχούσε. Την έκανε να νιώθει άβολα, σχεδόν μετέωρη ανάμεσα σε δύο κόσμους, ανάμεσα σε δύο εαυτούς, ανάμεσα σε δύο επιλογές.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, ένιωθε τον χρόνο βαρύ πάνω στις πλάτες της, να την πιέζει, να της ψιθυρίζει αυστηρά μες το αυτί πως έπρεπε να πάρει μια απόφαση.
Όμως δεν ήταν έτοιμη ακόμα. Δεν ήξερε αν ήθελε να μεγαλώσει γιατί μες το μυαλό το δικό της είχε φυτευτεί η αντίληψη πως το να μεγαλώνεις είναι κάτι κακό. Φοβόταν πως όταν έμπαινες στον κόσμο των μεγάλων υπήρχαν πολλές ευθύνες, κυρίως απέναντι στους άλλους παρά απέναντι στον εαυτό σου. Κι έπρεπε να είσαι σοβαρός και σκληρός και άκαμπτος. Και θερμός υποστηρικτής της λογικής. Χωρίς ίχνος αθωότητας και ανεμελιάς, χωρίς την επιθυμία και τον χρόνο να αφεθείς, γιατί το να φέρεσαι σαν μικρό παιδί και το να αφήνεσαι σε καθιστά αφελή στον κόσμο των μεγάλων.
Τελικά, όσο πεισματικά κι αν το αρνιόταν ένιωθε την αλλαγή. Την ένιωθε σε απόσταση αναπνοής και κάθε μέρα την ένιωθε όλο και πιο κοντά. Είχε αρχίσει να γίνεται πιεστική και καταπιεστική και δεν είχε σκοπό να το κουνήσει αν δεν της άνοιγε την πόρτα. Υπήρχαν όμως ακόμα περιθώρια. Ήταν και εκείνη η πόρτα στο βάθος, η πόρτα της χάρας και της ανεμελιάς. Όποτε την πλησίαζε μπορούσε εύκολα να ακούσει και να αναγνωρίσει τις μελωδίες μιας άλλοτε ένδοξης εποχής. Συχνά έμπαινε στον πειρασμό και την μισάνοιγε όμως δεν τολμούσε να κάνει ούτε ένα βήμα πιο μπροστά. Γιατί το παράδοξο αυτής της πόρτας καθώς και του περιεχομένου της ήταν πως σε έπαιρνε πίσω, όσο βήματα κι αν έκανες μπροστά. Ήταν δηλαδή μια τετελεσμένη ψευδαίσθηση.
Υπήρχαν ακόμη και τα παράθυρα, πιο ευκρινή και καθαρά από τις πόρτες σίγουρα. Ήταν αυτά που της επέτρεπαν να δει την πραγματικότητα. Την κατάσταση στο τώρα. Και στο τώρα έβλεπε μια φρουτοσαλάτα κι ένα μπέρδεμα. Μια ανακατωσούρα. Τουλάχιστον όμως μπορούσε να δει καθαρά.
Κι αν και μισούσε τα μπερδέματα και την αβεβαιότητα, αυτή την στιγμή τα προτιμούσε γιατί της έδιναν χρόνο, αυτό που χρειαζόταν περισσότερο από όλα. Μόνο αυτόν θα εμπιστευόταν από εδώ και στο εξής, μόνο στα δικά του κελεύσματα θα ανταποκρινόταν. Και μόνο αυτός θα αποφάσιζε για Εκείνην πότε θα ήταν ο κατάλληλος καιρός να ανοίξει ή να κλείσει τις πόρτες της ζωής.