Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Νέα Τάξις Πραγμάτων.


Θα είχαν περάσει τουλάχιστον δύο ώρες από τη στιγμή που πήρε την απόφαση να τραβήξει ένα κομμάτι χαρτί από το σημειωματάριο της. Ήταν αλλιώτικα όλα ετούτη τη φορά. Ακόμη και το γεγονός ότι της είχε πάρει τόση ώρα για να το αποφασίσει. Δίσταζε.
Σαν άρπαξε το χαρτί τ'ακούμπησε απάνω στο γραφείο και το κοίταζε λες κι ήταν μια απειλή. Μα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα λευκό, άδειο κομματάκι από χαρτί.
Έτσι είχε βαλθεί να λέει στο μυαλό της που της έπαιζε περίεργα παιγνίδια τώρα τελευταία. "Ένα χαρτί είναι, τι έχεις να φοβηθείς;" Είχε κι ένα στυλό μαζί της το οποίο πηγαινοερχόταν από το ένα χέρι στο άλλο νευρικά. Αρνείτο όμως να ανοίξει το καπάκι του και να το χρησιμοποιήσει.
Δεν της το επέβαλλε κανένας βέβαια, όμως, το ήθελε. Ήταν ο δικός της τρόπος να λυτρώνεται. Πάντοτε είχε κάτι να γράψει λοιπόν. Ετούτη τη φορά ήταν όλα αλλιώτικα.
Μήτε γιατί στέρεψε η φαντασία της, μήτε γιατί στέρεψαν τα λόγια. Όχι, δεν ήταν αυτός ο λόγος που δεν έγραφε. Ήταν σχεδόν τόσο οικεία η σχέση που απέκτησε το στυλό της με το χαρτί που το γράψιμο θα έβγαινε αναπόφευκτα σαν το επιδίωκε.
Όχι όμως τώρα, τώρα δεν ήθελε. Δίσταζε. "Νέα τάξις πραγμάτων". Αυτές οι τρεις λέξεις την απασχολούσαν το τελευταίο διάστημα και δίσταζε να τις εξηγήσει περαιτέρω. Από τη μια, επιθυμούσε να εισχωρήσει στα καινούρια μονοπάτια που χάραζε το μυαλό της και από την άλλη, της φάνταζαν σκοτεινά κι αφιλόξενα και με αυτό το σκεπτικό συνέχιζε να μένει αδρανής.
Συνειδητά.
Γνώριζε. Η φωνή, βλέπετε. Ετούτη τη φορά όμως ήταν όλα αλλιώτικα. Δεν ήθελε να την ακούσει. Την είχε κουράσει πια. Συνέχεια την καταδίωκε και την περιόριζε, σχεδόν έλεγχε κάθε της κίνηση. "Μην το πεις αυτό, σταμάτα να σκέφτεσαι έτσι, είναι λάθος, ξέχασε το, φέρσου σωστά."
Κι όλα αυτά για τι; Για να κυριαρχήσει στον εαυτό της. Ακούς εκεί φιλοδοξία!
Μάλλον μαντάρα τα έκανε έτσι. Γιατί πάντα ερχόντουσαν κι εκείνες οι στιγμές που δεν άντεχε άλλο και όταν ξεσπούσε πήγαινε στράφη και η αυτοκυριαρχία και ο αυτοέλεγχος. Τέτοιες στιγμές ήταν η μικρή της επανάσταση, έτσι τις είχε ονομάσει. Άλλοτε ζούσε στο κατεστημένό της λοιπόν κι άλλοτε γινόταν επαναστάτρια και το ανέτρεπε. Ετούτη τη φορά όμως ήταν όλα αλλιώτικα.
Ούτε το ένα ήθελε να κάνει, ούτε το άλλο. Μοναχά έμενε εκεί ασάλευτη και νευρική να κοιτάζει το χαρτί και να σκέφτεται "νέα τάξις πραγμάτων". Κι αυτό τη δίχαζε. Δεν τη φόβιζε τίποτα περισσότερο από αυτό το σημείο του διχασμού. Δεν ήθελε να αναλογισθεί. Μα ποιος την υπολόγιζε; Η φωνή της λογικής και της συνείδησης είχαν ήδη ξεκινήσει να αντιμάχονται με την επαναστατική φωνή, μια φωνή άμυαλη, μιας κι η πηγή της ήταν η καρδιά κι όχι το μυαλό.
Είχε μάλιστα πυκνώσει τόσο πολύ η συνομιλία τους που αδυνατούσε να ξεχωρίσει τι έλεγε η καθεμιά.
Μόνο ένιωθε το κεφάλι της που θα έσπαγε από λεπτό σε λεπτό. Ετούτη τη φορά όλα ήταν αλλιώτικα γιατί αρνείτο κατηγορηματικά να λάβει μέρος στη συζήτηση. Δίσταζε, γιατί ήξερε καλά πως θέλοντας να μην αδικήσει καμιά από τις δυο φωνές θα κατέληγε η ίδια στο συμβιβασμό. Ήξερε τον τρόπο να ηρεμήσει τα πνεύματα, μα δεν έλεγε να τον εφαρμόσει ετούτη  τη φορά. Όχι πια, όχι άλλο. Ήταν όλα ή τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου